της Μαρώς Τριανταφύλλου
Στον ομηρικό Άδη τιμωρία μεταθανάτια και μάλιστα χωρίς χρονικό ορίζοντα, αιώνια και ανελέητη, γνωρίζουν μόνο όσοι διέπραξαν έργα ανευλαβή και ανόσια που πρόσβαλαν τους θεούς και την θεία τάξη. Ο Τάνταλος, ας πούμε. Τι έκαναν, λοιπόν, οι κόρες του Δαναού για να αξίζουν τη μοίρα μιας αιώνιας τιμωρίας; Στα βάθη του Κάτω Κόσμου προσπαθούν μέρα νύχτα ματαίως να γεμίσουν ένα τρύπιο πιθάρι. Και της τιμωρίας τους ουκ έσται τέλος. Οι Δαναΐδες -πλην μιας- διεκδίκησαν απλώς το δικαίωμα της ελεύθερης διαχείρισης του σώματος και της ζωής τους. Δεν θέλησαν το γάμο με τους γιους του Αιγύπτου κι όταν υποχρεώθηκαν να τους παντρευτούν, σκότωσαν τους άντρες τους την πρώτη νύχτα, πριν τις αγγίξουν. Με τέτοιες συμπεριφορές όμως, με τέτοιες διεκδικήσεις κινδύνευε η τάξη του κόσμου, που ήταν κόσμος, βεβαίως, αντρικός. Γι’ αυτό η σκληρή τιμωρία των Δαναΐδων στο διηνεκές. Πολύ αργότερα στον πρίμο χριστιανικό κόσμο αλλά και αργότερα, πολλές γυναίκες προτίμησαν την απόσυρση στο μοναστήρι παρά γάμους που δεν ήθελαν. Έτσι, με την θυσία του έρωτα, διατηρούσαν την ελευθερία τους, εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους, τον σεβασμό της κοινωνίας επίσης.
Τον μύθο των τυραννισμένων Δαναΐδων θυμάται η Ελένη Λιντζαροπούλου στον τίτλο της ποιητικής συλλογής της Ο πίθος των Γυναικών, μια συλλογή με έντονο το γυναικείο στοιχείο. Ώριμη γραφή, παρότι πρώτη φορά αποφασίζει να εκτεθεί ως ποιήτρια. Στο βιογραφικό της ωστόσο υπάρχουν ευαίσθητα παραμύθια («Ο Βασίλης και ο Άϊ Βασίλης») και δοκίμια (στα οποία η θεολόγος στις σπουδές και με έντονα θεατρικά ενδιαφέροντα Ελένη Λιντζαροπούλου αναζητά το θρησκευτικό συναίσθημα στην ποίηση του Παπαδίτσα και τα χριστολογικά στοιχεία στα ποιήματα του Αναγνωστάκη).
Στην ποίησή της συνδυάζει τη φιλοσοφική αναζήτηση με μια ρωμαλέα αίσθηση της ύλης και του σώματος. Βαθύτατα χριστιανή, με ουσιαστικές θρησκευτικές αναζητήσεις, που περιστρέφονται γύρω από τη σχέση του ανθρώπου με τον Ιησού (ποιήματα όπως το «Βράδυ Πέμπτης», το «Μαρτύριο του Αγίου Θωμά», το «Μικρό Νυχτερινό για το Σάββατο»…), αναζητά τη γυναικεία της ταυτότητα μέσα από μορφές γυναικών που έρχονται από τον αρχαίο κόσμο (Ελένη, Φαίδρα, Μήδεια, αλλά και Σαπφώ…) και το σύμπαν των Ευαγγελίων (η Γυναίκα που άλειψε με μύρο τα πόδια του Ιησού…). Η ίδια η ποίηση και η λειτουργία της, ο έρωτας και ο θάνατος είναι οι τρεις προνομιακοί θεματικοί άξονες της ποιητικής της δημιουργίας.
Ό,τι απ’ αυτούς ματώνει, γι’ αυτούς, μόνο γι’ αυτούς, θεραπεύεται.
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα. Είχα πνιγεί με το σάλιο μου.
Είχα τον πανικό του θανάτου, το φόβο του πόνου.
Σα να ‘μουν από πάντα ξύπνια.
Αιφνίδιος ιδρώτας.
Ντροπή
Σε θέλω
….
Ήρθα σε σένα.
Ήρθα;
Και συ δεν είχες γεννηθεί ακόμα.
Χαμογελούσες και με κατάπινε η επιθυμία σου σχεδόν σπαρακτική.
Έφηβη από πάντα.
Από πάντα απ’ την αρχή του κόσμου και του έρωτα.
Από το ναι και το νομίζω
Απ’ το ουρλιαχτό και τις σπονδές ανάμεσα στα χέρια και τα πόδια μου.
Σε θέλω
Το στόμα μου άδειο
Το σώμα μου άδειο
….
Τα δόντια μου χαράζουν τ’ όνομά σου στη σιωπή
(«Φαίδρα», σσ.21-22)
Κεντρική έννοια ωστόσο γύρω από την οποία πλέκεται η δουλειά της αν όχι γεννιέται από αυτήν είναι η απουσία, το ελλείπον τι που βρίσκεται στη ρίζα της ύπαρξης και ζητά την πλήρωσή του, το συμπλήρωμα. Εδώ εμφανίζεται ο έρωτας ως καταιγιστική δύναμη που δίνει φωνή στο άρρητο και το αδύνατο. Γήινος, υλικός, από πάλλουσα σάρκα αλλά και έρωτας θείος ή ακόμα περισσότερο ένας δρόμος για την αναζήτηση του θείου και του Θεού.
Αν η φιλοσοφία είναι «μελέτη θανάτου», η ποίηση είναι αναμέτρηση με το θάνατο και οδός παρηγορίας. Ο θάνατος εδώ εμφανίζεται είτε κυριολεκτικά με τη νοσταλγία του νεκρού, τον πόνο της απώλειας και την απουσία («Χους ει») είτε ως στοχασμός πάνω στην έννοια του χρόνου («Ανεξίτηλη Μέρα»).
Έξω από την ποίηση
και την προσευχή
τι άλλα
μας έχουν απομείνει λόγια
για να πούμε την αλήθεια;
(«Συζήτηση», σ. 82)
Χαρακτηριστικό της ποίησης της Λιντζαροπούλου είναι η ηρεμία. Σαν να προσπαθεί διαρκώς να αποστασιοποιηθεί από το βίωμα που γεννά το ποίημα και να το ελέγξει με το στοχασμό. Μια ποίηση λιγόλογη και εσωτερική. Παρότι τα θέματά της θα επέτρεπαν υψηλούς τόνους και γλωσσική εκζήτηση, αποφεύγει την επιτήδευση, υιοθετεί έκφραση λιτή και σμιλεύει τη γλώσσα των στίχων της με προσοχή, αφαιρετική διάθεση και εσωτερικότητα. Στο τελικό αποτέλεσμα ο στίχος αποκτά δύναμη και επιβάλλεται.
Ελένη Λιντζαροπούλου
Ο πίθος των Γυναικών
(ποιήματα)
Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2013