της Saskia Sassen
Πρωτογνώρισα την Jane Jacobs κάπου στις αρχές της δεκαετίας 1990. Καθόταν στην πρώτη σειρά σε ένα τεράστιο αμφιθέατρο σε μια ωριαία διάλεξή μου στο Τορόντο. Δεν ήξερα ποια ήταν.
Όταν τελείωσα, το πρώτο χέρι που σηκώθηκε – και μάλιστα με θάρρος- ανήκε σε αυτή την ηλικιωμένη κυρία. Τι ωραία, σκέφτηκα, να μια πολίτης που δεν σταμάτησε ποτέ να είναι δραστήρια. Αυτό που βγήκε από τα χείλη της εντούτοις, ήταν μια από τις πιο αιχμηρές κριτικές που είχα ακούσει ποτέ στις μεθόδους μου για την ανάλυση της πόλης -και μάλλον δεν θα ξανακούσω.
Ανέπτυξε μια συλλογιστική γραμμή πολύ διαφορετική από αυτά που συνήθως άκουγα. Επανερχόταν διαρκώς στο ζήτημα του «τόπου» και τη σημασία του κατά το σχεδιασμό αστικών πολιτικών – ιδιαίτερα την απώλεια της γειτονιάς και την εξάλειψη των εμπειριών των κατοίκων. Η συμβολή της έστρεψε τη σκέψη μου στα πιο «μικρά» επίπεδα. Ακόμα και σήμερα εργάζομαι αρκετά πάνω στο ζήτημα της ανάγκης επιστροφής μέρους της εθνικής και αστικής οικονομίας σε τοπικό επίπεδο.
Ίσως τώρα, στην επέτειο για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της, θα έπρεπε όλοι μας να αναρωτηθούμε: τι είναι αυτό που η Jane Jacobs μας έκανε να δούμε στην πόλη;
Ο στοχασμός πάνω σε αυτό το ερώτημα με οδηγεί να εστιάσω στις συνθήκες που καθιστούν μια μητρόπολη – την τεράστια ποικιλομορφία των εργατών, τους χώρους που ζουν και εργάζονται, τις πολλαπλές μικρο-οικονομίες που εμπλέκονται. Πολλά από αυτά μοιάζουν ασύνδετα με τη διεθνή πόλη ή ότι ανήκουν σε άλλη εποχή. Μια προσεκτικότερη ματιά, όπως μας ενθαρρύνει η Jacobs, μας θα μας έδειχνε ότι αυτό είναι λάθος.
Η Jacobs μαζί με άλλους διαδηλωτές και διαδηλώτριες έξω από το σταθμό μετρό Pensylvannia στη Νέα Υόρκη, κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας ενάντια στην κατεδάφισή του το 1963.
Θα μας ζητούσε να κοιτάξουμε τις επιπτώσεις αυτών των μικρό-οικονομιών για την πόλη – για τους ανθρώπους της, τις γειτονιές της και τις οπτικές αρχές που ενέχονται. Θα μας ζητούσε να συλλογιστούμε όλες τις άλλες οικονομίες και χώρους που επηρεάζονται από το μαζικό gentrification της σύγχρονης πόλης – αν μη τι άλλο το αποτέλεσμα, τον εκτοπισμό των μικρών νοικοκυριών και των συνοικιακών προσοδοφόρων επιχειρήσεων.
Πώς βλέπουμε αυτές τις πτυχές που συνήθως καθίστανται αόρατες στις σύγχρονες αφηγήσεις αστικής ανάπτυξης και ανταγωνισμού; Στην αρχή της δεκαετίας 1900 η πόλη αποτελούσε ένα φακό για την κατανόηση μεγαλύτερων διαδικασιών – μισό αιώνα αργότερα όμως είχε χάσει αυτό το ρόλο. Ήταν η Jane Jacobs που μας δίδαξε και πάλι να βλέπουμε την πόλη με έναν πιο βαθύ, πιο σύνθετο τρόπο.
Μας βοήθησε να ξαναδώσουμε έμφαση σε διαστάσεις που συνήθως αποκλείονταν –όχι, εκδιώχνονταν – από τη γενική ανάλυση της οικονομίας των πόλεων. Πράγματι, μπορώ να φανταστώ ότι θα επιβεβαίωνε χωρίς δισταγμό ότι όσο ψηφιακή και διεθνής κι αν γίνει η πόλη μια μέρα, ακόμα και τότε θα πρέπει να «κατασκευάζεται» – και εκεί βρίσκεται και η σημασία του τόπου.
Η πόλη εδώ και πολύ καιρό πια έχει αποτελέσει ένα στρατηγικό πεδίο για τη διερεύνηση σημαντικών θεμάτων με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη η κοινωνία. Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, η μελέτη των πόλεων βρισκόταν στην καρδιά της κοινωνιολογίας – κάτι εμφανές στο έργο των Simmel, Weber, Benjamin, Lefebvre και της Σχολής του Σικάγο. Αυτοί οι κοινωνιολόγοι αντιμετώπισαν μαζικές διαδικασίες: την εκβιομηχάνιση, την αστικοποίηση, την αποξένωση και ένα νέο πολιτισμικό μόρφωμα που αποκάλεσαν «αστικότητα». Η μελέτη της πόλης σήμαινε μελέτη των σημαντικών κοινωνικών διεργασιών της εποχής.
Αλλά μέχρι τη δεκαετία 1950, η μελέτη της πόλης είχε σταδιακά χάσει τον προνομιακό της ρόλο ως παραγωγός βασικών αναλυτικών κατηγοριών. Οι κοινωνικές επιστήμες, θα λέγαμε, χάσανε την ικανότητά τους να «βλέπουν» την πόλη και όλα αυτά που την έκαναν ορατή. Όχι όμως και η Jacobs.
Για εκείνη, τα οδοφράγματα – κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά– έπαιξαν ρόλο όχι μόνο ως μέρος του αγώνα για τη διατήρηση ενός από τα παλιότερα μέρη του Μανχάταν, αλλά και ολόκληρης της ανάλυσής της για την αστική οικονομία. Ο παθιασμένος αγώνας της για να προστατέψει το «Village» στο Lower Manhattan ήταν πολύ περισσότερα από την προστασία ενός παλιού αστικού τοπίου (αν και αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για να ξεκινήσει έναν αγώνα σε μια πόλη όπως η Νέα Υόρκη, όπου κυριαρχούσαν οι κατασκευαστές που βασικά δεν ενδιαφέρονταν για οπτικές ή νομικές αρχές).
Συζητώντας με τη Jacobs έγινε σαφέστερο ότι οι αγώνες των κοινοτήτων ήταν, για εκείνη, μέρος μιας ευρύτερης αναζήτησης, στην προσπάθειά της να καταλάβει καλύτερα και να αναπτύξει τη σκέψη για το ρόλο των πόλεων στην οικονομία. Ο Richard Sennet, που συχνά βρισκόταν στις διαμαρτυρίες με τη Jacobs, μιλάει για την ήρεμη ορμή της˙ ήταν αδυσώπητη και ύψωνε ο ανάστημά της – παρά το ότι ήταν μικροκαμωμένη και, στο τέλος, ηλικιωμένη.
Γιατί είναι τόσο σημαντικό να ανακτήσουμε την αίσθηση του τόπου, και της παραγωγής, στις αναλύσεις μας για τη διεθνή οικονομία, ειδικά καθώς αυτά συγκροτούνται σε μεγάλες πόλεις; Γιατί μας επιτρέπουν να δούμε την πολλαπλότητα στις οικονομίες και τις κουλτούρες εργασίας στις οποίες ενσωματώνονται οι περιφερειακές, εθνικές και διεθνείς οικονομίες.
Αλλά η Jacobs πήγε πιο ακόμα πιο μακριά. Αυτό που μας έδειξε, κατά βάση, ήταν ότι ο αστικός χώρος είναι η βασική δομική μονάδα αυτών των οικονομιών. Κατανόησε ότι είναι το πλέξιμο πολλαπλών αφηγήσεων που κάνει την πόλη πολύ περισσότερα από το άθροισμα των κατοίκων της ή τα μεγάλα της κτήρια ή την εταιρική της οικονομία.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Guardian
Μετάφραση: Δήμητρα Σπανού