της Δέσποινας Παρασκευά-Βελουδογιάννη
Πάει καιρός από τότε που ήμαστε μικρά και οι γονείς μάς έσερναν στις οικογενειακές συγκεντρώσεις, όπου χαρωπές θειάδες και λοιπές συγγένισσες αναφωνούσαν κάθε φορά που μας αντίκριζαν: «Βρε, πόσο μεγάλωσες εσύ; Ολόκληρη γυναίκα έγινες!». Πάει καιρός ακόμα και από τότε που, όταν πατούσαμε τα 14-15, τα τρυφερά αυτά ενσταντανέ έδιναν τη θέση τους στα εξεταστικά βλέμματα των ίδιων θειάδων και συγγενών, που περίμεναν να φανούμε στην πόρτα τους για να αποφανθούν –κάθε φορά– απογοητευμένες: «Σαν να πάχυνες λιγάκι, ε;», ή φανερά ικανοποιημένες: «Αδυνάτισες από την τελευταία φορά που σε είδα. Μπράβο, κούκλα μου!». Ήταν λες και όλες οι γυναίκες στον οικογενειακό σου κύκλο ζούσαν επιφορτισμένες με αυτό το ύψιστο καθήκον: να σε σκανάρουν από την κορφή ώς τα νύχια βγάζοντας συμπεράσματα για τα κιλά, και ως εκ τούτου για την ομορφιά σου. Ήταν λες και εσύ όφειλες να παρουσιάζεσαι περίπου ανά τρίμηνο στον ενδοοικογενειακό διαιτολόγο, με την ίδια πάντοτε αγωνία, με την ίδια πάντοτε ντροπή για το πιθανό συμπέρασμά του. Βέβαια, καιρός μπορεί να πέρασε από αυτές τις εποχές, αλλά, αλήθεια, πόσες από εμάς δεν συνεχίζουν να ακούν μέχρι σήμερα από συγγενείς, συναδέλφισσες, φίλες κ.λπ. τα ίδια και τα ίδια σχόλια;
Και αυτή η αίσθηση του άγχους και των τύψεων να διαιωνίζεται ες αεί. Και επειδή μεγαλώνοντας δεν αποβάλλεις μόνο τα συμπλέγματά σου αλλά δημιουργείς και καινούργια, σιγά σιγά αρχίζεις να παίζεις εσύ τον ρόλο της θείας-ιεροεξεταστή απέναντι στον εαυτό σου –με τη βοήθεια του καθρέφτη και της ζυγαριάς σου, υπό την καθοδήγηση που ανά πάσα στιγμή σού παρέχουν απλόχερα οι αναντίρρητες αισθητικές αλήθειες των κυρίαρχων προτύπων–, και μάλιστα ακόμα πιο αυστηρά, θεωρώντας απαραίτητη και φυσιολογική μια τέτοια λειτουργία. Αμφιβολία, ανάγκη επιβεβαίωσης, ανασφάλεια, άγχος, «μην τρως γλυκά», «κόψε τους υδατάνθρακες», «το αλκοόλ κάνει κοιλιά», «έρχεται καλοκαίρι, πρέπει να βγεις στην παραλία»: ένας φαύλος κύκλος που δεν τελειώνει ποτέ, μια αιώνια δίαιτα που ποτέ δεν είναι αποτελεσματική, που ακόμα κι αν την παραβείς έστω και λίγο, δεν θα το κάνεις με ευχαρίστηση αλλά με άγχος για τις επιπτώσεις.
Τι κι αν αυτοί και αυτές που σου λένε αν πάχυνες ή αδυνάτισες είναι οι ίδιοι και οι ίδιες, που ύστερα από λίγη ώρα ανακαλύπτουν με ιντελεξουέλ υφάκι ότι «για όλα φταίει η ανασφάλειά σου»; Κι εσύ να σκέφτεσαι ότι εκτός από χοντρή είσαι και ηλίθια ή, το λιγότερο, κάποια με προβλήματα κοινωνικής ένταξης, σφιγμένη, καθόλου κουλ, γενικά μίζερη. Τι κι αν αυτοί οι ίδιοι ή αυτές οι ίδιες, στην επόμενη κουβέντα θα αποφανθούν ότι «εντάξει τώρα η/ο τάδε μοντέλο – παρουσιαστής/στρια – τραγουδιστής/ίστρια – ηθοποιός είναι “αντικειμενικά πανέμορφη/ος”», με τρόπο που όχι απλώς διαπιστώνει την ομορφιά αλλά που την αξιολογεί και την κατηγοριοποιεί σε σχέση με τη μορφή των «κοινών θνητών», οι οποίοι ποτέ δεν θα μπορέσουν να τη φτάσουν. Αλλά, «έτσι είναι ο κόσμος, άλλοι είναι καλύτεροι, άλλοι είναι χειρότεροι, καθένας ας πάρει αυτό που του αντιστοιχεί». Παράνοια (;).
Όχι. Κανείς δεν είπε ότι η επιθυμία και η αναγνώριση του αντικειμένου θέασης ως αισθητικά ωραίου είναι ανεξάρτητα από τα κυρίαρχα πρότυπα. Αντιθέτως, η διαμόρφωση της αισθητικής και της επιθυμίας επικαθορίζεται από την κυρίαρχη αντίληψη για το ωραίο. Όμως είναι άραγε αυτή η οπτική μοναδική στην καθημερινότητά μας; Μάλλον όχι. Αντι-πρότυπα και διαφορετικές τοποθετήσεις για την ομορφιά και την αισθητική ξεπηδούν μέσα από τις καθημερινές πρακτικές μας, τόσο αυτές που προσπαθούν να αρθρώσουν αντίσταση στο κυρίαρχο όσο και αυτές, τις λιγότερο συνειδητές, που διαμορφώνονται στο πλαίσιο των κοινωνικών ομάδων στις οποίες συνυπάρχουμε. Ακόμα και όταν επιχειρούμε να ενσωματώσουμε τα κυρίαρχα αισθητικά πρότυπα, αυτή η διαδικασία δεν δίνει πάντοτε το ίδιο, ταυτόσημο αποτέλεσμα. Με μια έννοια, λοιπόν, είμαστε κοινωνοί πολλαπλών και αλληλοσυγκρουόμενων πρακτικών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, επομένως, ας προβληματοποιήσουμε όσα μας συμβαίνουν, όσα δεχόμαστε, όσα πράττουμε, ας ζυγίζουμε (να μια χρησιμότερη εκδοχή της ζυγαριάς) ποια κατεύθυνση λειτουργεί προς όφελος της απελευθέρωσης και της χειραφέτησής μας, ώστε να τη δουλέψουμε, να την προσπαθήσουμε, να την περπατήσουμε.
Αλήθεια, το γυναικείο σώμα σήμερα δεν είναι το αντικείμενο του απόλυτου ελέγχου και της επιτήρησης, και μάλιστα με το περίβλημα ιατρικών (ιατρικοποιημένων, για την ακρίβεια) προφάσεων και αναγκαιοτήτων; Ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μόνο μία σκοπιά του θέματος, τη σκοπιά του «ωραίου σώματος», βγάζοντας απ’ έξω χίλιες δυο άλλες νόρμες που αφορούν το γυναικείο σώμα, όπως οι σεξουαλικές επιλογές, η θέση του γυναικείου σώματος εντός της ενδοοικογενειακής γεωμετρίας ή εντός της δουλειάς κ.λπ., η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Όχι γιατί τα αντρικά σώματα δεν υφίστανται καταπίεση ή έλεγχο· αντιθέτως παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια τα πρότυπα στα οποία καλούνται να προσαρμοστούν πολλαπλασιάζονται και εντείνονται – βεβαίως, ούτε και σε αυτό το πλαίσιο η ένταση και ο καταναγκασμός είναι ποιοτικά ίδιοι σε σχέση με τα πρότυπα που προορίζονται για τις γυναίκες. Εξάλλου, σε μια καπιταλιστική κοινωνία, τα πρότυπα και τις νόρμες τα διαμορφώνουν όσοι διατηρούν την ηγεμονία εντός της. Και μάλλον περιττεύει να εξηγηθεί ότι η σύγχρονη δυτική κοινωνία είναι και μια πατριαρχική κοινωνία που διαπερνάται από αντιθέσεις οι οποίες εκτός από ταξικές είναι και έμφυλες. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, το γυναικείο σώμα υφίσταται διπλή καταπίεση: αφενός το καθαυτό γυναικείο σώμα εγγράφεται ως μη αντρικό, δηλαδή ως ένα σώμα που δεν αποτελεί την κυρίαρχη νόρμα και ως εκ τούτου φέρει πάντοτε «ελαττώματα» σε σχέση με το «πρωτότυπο», αφετέρου καλείται, στο πλαίσιο, αυτής της παραδοχής, να συμμορφωθεί ακόμη περισσότερο με τα αισθητικά πρότυπα που διαμορφώνει κάθε εποχή, με τα αισθητικά πρότυπα που καταρχήν (αν και όχι μόνο) διαμορφώνει η «αντρική» ματιά και επιθυμία.
Ας επιστρέψουμε στο θέμα μας όμως. Βάσει ποιου κριτηρίου να προβληματοποιήσουμε τις συμπεριφορές και τα αισθητικά πρότυπά μας; Η απάντηση είναι τόσο απλή όσο και δύσκολη: βάσει του κριτηρίου της λύτρωσης από καθημερινούς καταναγκασμούς και ψυχαναγκασμούς, από τα άγχη και τις τύψεις. Σημαίνει αυτό όμως την εξατομίκευση των αναγκών του σώματός μας και εντέλει την «αποκοινωνικοποίησή» του, σε μια προσπάθεια απομάκρυνσης από τα κυρίαρχα πρότυπα; Κάθε άλλο. Σημαίνει αντιθέτως την προσπάθεια συγκρότησης του σώματος, του εαυτού και της επιθυμίας σε διαφορετικά πλαίσια: στη βάση του πειραματισμού, του σεβασμού της διαφορετικότητας, της διαμόρφωσης ανυπάκουων σωμάτων και πρακτικών, στη βάση της διαμόρφωσης ποικίλων οπτικών γύρω από το ωραίο, μακριά από τους καταναγκασμούς και τις τυποποιήσεις που επιβάλλει η πολιτιστική βιομηχανία, δηλαδή σε βάσεις που είναι κατεξοχήν κοινωνικές και συλλογικές.
Επί του πρακτέου, και για να τελειώσουμε όπως ξεκινήσαμε, γιατί ένα σώμα που δεν πληροί τα τηλεοπτικά πρότυπα, αλλά που καταφέρνει να περιορίζει ή να αντικρούει τον κοινωνικό καταναγκασμό που ασκείται πάνω του, που καταφέρνει δηλαδή εν προκειμένω να απολαμβάνει το φαγητό του μακριά από τύψεις και «πρέπει», να θεωρείται λιγότερο κοινωνικό από ένα σώμα που συνεχώς (αυτο)επιτηρείται πετυχαίνοντας τις «τέλειες» αναλογίες;
Τελικά, μπορεί σήμερα η επιθυμία αλλά και η απόλαυση να είναι περισσότερο απελευθερωτικές, λιγότερο αποτελέσματα του συστήματος ελέγχου και επιτήρησης και περισσότερο αντιπαραθετικές προς αυτό;