της Χριστίνας Γαλανοπούλου

Η υπηρέτρια, η δούλα, η ψυχοκόρη, κοινωνικό σώμα και δομικό υλικό της αστικής τάξης, από πολλές γενιές και μέσω των media, αντιμετωπίστηκε και αφομοιώθηκε ως αντικείμενο φαντασίωσης, ως συνώνυμο του πειθήνιου, του αναγκαστικώς συνεργάσιμου, του υποτακτικού. Μπορεί, όμως, ένα τέτοιο σώμα – ένα δουλικό – εκτός από ταξική ντροπή και υποτέλεια, να παράξει σχέσεις και κοινωνικούς δεσμούς, να ερμηνεύσει το πλέγμα του αστικού ιστού, να εξηγήσει την ιστορία της οικογένειας, τη σχέση μεταξύ Κυρίας και Υπηρέτριας, να κατανοήσει τη γυναικεία χειραφέτηση από την πλευρά της εργοδότριας;

Και μετά, είναι η υποταγή κάτι που μαθαίνεται, κάτι στο οποίο τα σώματα εκπαιδεύονται για να τεθούν στην υπηρεσία των (όποιων) άλλων; Και τελικώς πώς παράγεται η ταξική υποτέλεια; Για να απαντήσει σε όλα τα παραπάνω, δίνοντας φωνή σε αυτό που αποκαλείται περιθώριο της ιστορίας, η Ποθητή Χαντζαρούλα, λέκτορας Ιστορικής Ανθρωπολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας της Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, κατέγραψε τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη η υποταγή, αφηγούμενη την ιστορία των οικιακών εργατριών στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Επί της ουσίας, η Χαντζαρούλα υποστηρίζει ότι χωρίς τις οικιακές εργάτριες δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ο αστικός πολιτισμός.

2

Η συγγραφέας Ποθητή Χαντζαρούλα: «Το πιο δύσκολο ήταν το κομμάτι των προσωπικών συνεντεύξεων, της επεξεργασίας, της προσέγγισης των μαρτυριών. Αν και κατηγορήθηκα ότι γράφω έντονα, παίρνοντας την πλευρά των αφηγούμενων προσώπων – και είναι αλήθεια, γιατί υπάρχει η αξίωση της αποστασιοποίησης του ιστορικού από την ιστορία»… Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Το επιχείρημα της υποστηρίζεται από πληθώρα στοιχείων για την κοινωνική διάσταση της ντροπής, για τις οικιακές εργάτριες ως κίνδυνο, αλλά και ως θεμέλιο λίθο της αστικής οικογένειας και τάξης στην Ελλάδα, για τις δυναμικές της σχέσης εργοδότριας και οικιακής εργάτριας, η σεξουαλικότητα -από κοντά με τις αφηγήσεις σεξουαλικής βίας- και από πολλά ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία (κοινωνικά, οικονομικά, δημογραφικά), μαζί με 33 προσωπικές αφηγήσεις που περιλαμβάνονται στο διαφωτιστικό Σμιλεύοντας την υποταγή (Εκδόσεις Παπαζήση). Και ενώ σπανίως τέτοιου είδους ακαδημαϊκά έργα καταφέρνουν να επεκταθούν πέρα από το αυστηρό πλαίσιο του αντικειμένου που αναλύουν, το συγκεκριμένο βιβλίο, αν και βασισμένο στη διδακτορική διατριβή, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μεγεθυντικός φακός ή ακόμη και ως εργαλείο ανάλυσης συμπεριφορών και στο σήμερα.

Η δουλικότητα ως παρακαταθήκη στη συμπεριφορά κάποιων ανθρώπων, η αντιμετώπιση των σεξιστικών αστείων ή των προσβολών με αμηχανία και ντροπή, η “προίκα” που κουβαλάμε, σχεδόν στο DNA μας, περί τιμής και (γυναικείου) καθαρού κούτελου είναι πολλά από τα σημεία του βιβλίου που μπορούν να λειτουργήσουν ως τέτοια, ως εργαλεία ανάλυσης, τόσο της ταξικής μας πορείας, όσο και της κληρονομιάς του φύλου.

Ειδικά από τον 19ο αιώνα και μετά, η οικιακή εργασία είναι σχέση μεταξύ γυναικών, οι γυναίκες θεωρούνται αποκλειστικώς υπεύθυνες για τον ιδιωτικό χώρο και πρόκειται για έναν αιώνα κατά τον οποίο η γυναίκα έξω από το σπίτι, η γυναίκα στην εργασία εκλαμβάνεται ως ανωμαλία.

Ποια ήταν η αφορμή γι’ αυτή την έρευνα; 

Η ιδέα ξεκίνησε από τις μεταπτυχιακές μου σπουδές και από την αγγλική κοινωνική ιστορία. Κυρίως, όμως, από την επιβλέπουσα που είχα τότε, την Carolyn Steedman, και από το βιβλίο της Landscape for a Good Woman. Πρόκειται για την ιστορία της αγγλικής εργατικής τάξης της δεκαετίας του ’50, μέσα από τα μάτια της μητέρας της και χρησιμοποιεί το ψυχαναλυτικό παράδειγμα – δηλαδή, τα συναισθήματα, τον φθόνο, την επιθυμία, κ.λπ- για να ξαναγράψει την ιστορία. Επί της ουσίας, ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε την έννοια της τάξης για να αναλύσει την εμπειρία της οικιακής εργασίας. Αυτή την έννοια την παίρνει από τον Thompson[1], ο οποίος αναλύει την τάξη και το πώς παράγεται η ταξική υποτέλεια μέσα από τις ανθρώπινες σχέσεις. Ουσιαστικά τότε η Steedman είχε ξαναγράψει την ιστορία της εργατικής τάξης του 19ου αιώνα, πηγαίνοντας στις ίδιες περιοχές που είχε δουλέψει ο Thompson, υποστηρίζοντας ότι στην πραγματικότητα η τάξη δεν δημιουργήθηκε από τους εργάτες, τους υφαντές και τους βιοτέχνες των αγγλικών εργατουπόλεων, αλλά μέσα από τις σχέσεις των εργοδοτών και των εργοδοτριών με τις υπηρέτριες.  Αυτή η ιδέα ήταν η αφορμή: ότι η τάξη υπάρχει εκεί που δεν περιμένεις να τη βρεις κι ότι πρόκειται για μια εμπειρία που έχει σφραγίσει τις ζωές μας -της ελληνικής κοινωνίας πια, σ’ όλο τον 20ο αιώνα και τον 21ο. Ακριβώς όπως το λέει ο Μπεζανσόν, «δεν ξέρω αν ο αστικός πολιτισμός μπορεί να επιβιώσει χωρίς τις υπηρέτριες». Αν ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτό που συμβαίνει με το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό, πράγματι, φαίνεται ότι η αστική κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την οικιακή εργασία, έμμισθη ή μη.

Πόσα από τα βιώματα που έχετε καταγράψει μέσα από μαρτυρίες οικιακών εργατριών έχουν “χαραχτεί” στο συλλογικό ασυνείδητο των επόμενων γενεών γυναικών;

Δύσκολα απαντά κανείς σ’ αυτή την ερώτηση. Κυρίως, διότι διαφέρει ο αγροτικός πληθυσμός, δηλαδή οι γυναίκες από τη Φολέγανδρο που εξετάζω και στην έρευνα, ο τρόπος που βίωσαν τη σεξουαλικότητα, το φύλο τους, τις συζυγικές σχέσεις, το πώς αντιλαμβάνονται τη θέση τους μέσα στην οικογένεια, από τον προσφυγικό πληθυσμό και από τις γυναίκες που μετανάστευσαν στην Αθήνα. Οι άνθρωποι επηρεάζονται, φτιάχνονται μέσα από τις σχέσεις και εν προκειμένω δεν διαμορφώνεται μόνο η οικιακή εργάτρια από τη σχέση με την εργοδότρια της, αλλά και η εργοδότρια. Είναι η εποχή που οι αστές προσπαθούν να δημιουργήσουν μια συλλογική ταυτότητα στο όνομα της γυναικείας σφαίρας συμφερόντων και στο όνομα της γυναικείας ταυτότητας. Το να κυριαρχήσουν στην ιδιωτική σφαίρα ήταν τρόπος για διεκδικήσουν χώρο στη δημόσια. Και αυτή η σχέση ξεπερνά τη γενιά, ξεπερνά την εποχή που οι γυναίκες βιώνουν τις δυναμικές αυτών των σχέσεων και επηρεάζουν και τις επόμενες γενιές. Όμως, συμβαίνει και το εξής: ο τρόπος που εκείνες ερμηνεύουν το παρελθόν, την καταπίεση, την πατριαρχία, τον ρόλο της οικογένειας, γίνεται σε παρόντα χρόνο. Επομένως, ο τρόπος που ερμηνεύουν πια αυτή την πικρία προς τους συζύγους, την καταπίεση που έζησαν είναι επηρεασμένος από τα εγγόνια τους, από τον τρόπο που ζουν οι γυναίκες σήμερα. Τα περιοδικά, η τηλεόραση, ο τρόπος που ζουν τα εγγόνια και τα παιδιά τους, τις βοηθά να κατανοήσουν αυτό που έζησαν τότε με διαφορετικά εργαλεία. Το αποτύπωμα αυτών των κοινωνικών σχέσεων στις επόμενες γενιές υπάρχει, αλλά είναι αμφίδρομο.

scan-113

Στο κεφάλαιο που αναφέρεστε ακριβώς στις σχέσεις “εργοδότριας – οικιακής εργάτριας” περιγράφετε μία σειρά τεχνολογιών της υποταγής: από δοκιμές τιμιότητας και περιορισμούς στο φαγητό, μέχρι μεθόδους αποπροσωποποίησης (απαλοιφής της ατομικής ταυτότητας) και δημιουργίας κοινωνικού στίγματος. Θεωρείτε ότι κάποιος που εκπαιδεύεται στην υπηρεσία των άλλων και ειδικώς μία γυναίκα έχει συνείδηση τόσο αυτού που του συμβαίνει όσο και του ρόλου που παίζει το φύλο του;

Υπάρχει πλήρης συνείδηση. Το υποκείμενο μπορεί να μην αντιστέκεται στις πιο φρικτές μορφές καταπίεσης που βιώνει – που εμπεριέχουν τη σωματική βία, τη σεξουαλική βία, την αποπροσωποποίηση – αλλά, βάσει των μαρτυριών, πρόκειται για τη δική τους εμπειρία και ερμηνεία της ζωής τους. Γι’ αυτό μιλώ και για μία μορφή ταξικής συνείδησης, επομένως και της γνώσης για το πώς παράχθηκε η κοινωνική κατωτερότητα τους.  Το να βιώνεις κάτι, σημαίνει ότι το συνειδητοποιείς. Είναι μια διαδικασία όλο αυτό: δεν σημαίνει ότι υπάρχει εξ αρχής. Και η παραγωγή μας ως ανθρώπων, δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά συνδέεται και με το πώς σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας. Αυτή η διαδικασία αλλάζει. Μέσα από τις συνεντεύξεις βλέπουμε μια στρωματογραφία του εαυτού αυτών των γυναικών. Το πώς αυτή η εμπειρία ήταν τόσο σημαντική και τραυματική, που ακριβώς η σημασία της είναι τόσο μεγάλη σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση τους, αλλά και στη συνειδητοποίηση του τι συνέβη.

Γιατί επιλέξατε να εστιάσετε στο δίπολο της σχέσης μεταξύ γυναικών (εργοδότριας – οικιακής εργάτριας) αφήνοντας για λίγο στην άκρη την πατριαρχία;

Η πατριαρχία δεν αφορά τους άντρες. Αφορά τις σχέσεις. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η θέση αυτών των γυναικών, η εργασία τους τοποθετείται στον ιδιωτικό χώρο, η σχέση τους πολύ συχνά γίνεται αντιληπτή και ως οικογενειακή. Κάποιες από αυτές τις γυναίκες, ακόμη και από τη νομοθεσία παρουσιάζονται ως ψυχοκόρες. Ειδικά από τον 19ο αιώνα και μετά, η οικιακή εργασία είναι σχέση μεταξύ γυναικών, οι γυναίκες θεωρούνται αποκλειστικώς υπεύθυνες για τον ιδιωτικό χώρο και πρόκειται για έναν αιώνα κατά τον οποίο η γυναίκα έξω από το σπίτι, η γυναίκα στην εργασία εκλαμβάνεται ως ανωμαλία. Επομένως, έχουμε να κάνουμε με απότοκο της νέας μορφής πατριαρχίας του 19ου αιώνα. Εδώ, η πατριαρχία εμφανίζεται μέσα από τα συμβόλαια γάμου. Σε ό,τι αφορά τη σχέση εργοδοτών και εργοδοτριών αυτή δομείται σαν σχέση μεταξύ γυναικών, επειδή η οικιακή εργασία και όλες οι ευθύνες που σχετίζονταν με το νοικοκυριό ήταν έμφυλες.

Στη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, την τηλεόραση, το θέατρο, η υπηρέτρια, σχεδόν πάντα, παρουσιάζεται ως πρόσωπο φαιδρό και απολύτως αναξιόπιστο, κάποτε και έκνομο. Γιατί;

Αυτού του είδους η αναπαράσταση έχει να κάνει με τον κυρίαρχο λόγο, με τον λόγο της αστικής τάξης. Μέχρι σήμερα ακούγαμε μόνο αυτήν την πλευρά. Το άλλο σκέλος της ιστορίας είχε αποσιωπηθεί. Και μόνο να πούμε τη λέξη υπηρέτρια, ντρεπόμαστε. Υπήρχε μονόλογος. Οι άλλοι μπορούσαν να μιλούν γι’ αυτά τα υποκείμενα, χωρίς αυτά να μπορούν να ανταπαντήσουν. Μπορεί να μιλούσαν, αλλά ποιος τους άκουγε. Αυτές οι αναπαραστάσεις – να παρουσιάζονται, δηλαδή, ως κλέφτρες, ως απειλή για τη συζυγική ενότητα – αυτού του είδους ο στιγματισμός προέρχεται από αυτόν τον δημόσιο λόγο. Το υποκείμενο ξέρει την αντίληψη που έχουν οι άλλοι γι’ αυτό, γνωρίζει αυτές τις αναπαραστάσεις, έχει απόλυτη συνείδηση γι’ αυτό που ονομάζουμε σωματικούς μηχανισμούς της υποταγής. Η ντροπή παράγεται μέσα από τη βίωση αυτών των σχέσεων και τη γνώση των αναπαραστάσεων.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία κατά τη διάρκεια της έρευνας σας και προς υποστήριξη της θέσης σας;

Το πιο δύσκολο ήταν το κομμάτι των προσωπικών συνεντεύξεων, της επεξεργασίας, της προσέγγισης των μαρτυριών. Αν και κατηγορήθηκα ότι γράφω έντονα, παίρνοντας την πλευρά των αφηγούμενων προσώπων – και είναι αλήθεια, γιατί υπάρχει η αξίωση της αποστασιοποίησης του ιστορικού από την ιστορία. Και σ’ αυτό δεν συμφωνώ. Πάντοτε γράφουμε από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία – βάσει του φύλου, της τάξης που ανήκουμε, της σεξουαλικότητας μας, των πολιτικών πεποιθήσεων. Το ότι όσο πιο αποστασιοποιημένος είναι ο ιστορικός, τόσο πιο αντικειμενική ιστορία θα γράψει, ανατρέπεται και από τη μέθοδο της προφορικής ιστορίας και από την κοινωνική ανθρωπολογία, που αμφισβητούν αυτή την απόσταση. Σε κάθε περίπτωση, ναι, το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν αυτό των προσωπικών ιστοριών.

Πέρα από την ιστορική διαδρομή των οικιακών εργατριών σε χρόνους παράλληλους με την ανάπτυξη των πόλεων, πέρα από τις τεκμηριώσεις του πώς η οικιακή εργασία χρησιμοποιήθηκε ως οργανωτική αρχή των τάξεων, το βιβλίο προσφέρει θεάσεις και στον τρόπο κατασκευής της ντροπής, του φόβου και της βίας ως εργαλείο εργοδοτικού ελέγχου των γυναικών με μοιραίες αναγωγές μέχρι τις μέρες μας. Παρατίθενται δύο σχετικά διαφωτιστικά αποσπάσματα από το βιβλίο.

ΚΕΦ. 13 – “Οι δυναμικές της σχέσης εργοδότριας και οικιακής εργάτριας”

“Αυτοί είχανε σ’ ένα κουτί μέσα σύκα και σταφίδες, εγώ παιδί τώρα, πεινούσα κιόλας και άνοιξα και πήρα, κι αυτοί με θεωρήσανε ότι ήμουν κλέφτρα, ότι τα έκλεψα. Στην ουσία τα έκλεψα, ας το πούμε. Ναι, στην ουσία τα πήρα, δεν το έκανα εσκεμμένα γιατί ήθελα να τα κλέψω, πεινούσα και τα ΄κλεψα, κατάλαβες; Και θυμάμαι με είχε βάλει τιμωρία τότε αυτή, η πρώτη και η τελευταία φορά, δεν το ‘χα ξανακάνει με. Με άφηκε όρθια και στεκόμουνα και μου ‘λεγε “κλεφτράκι” και “κλεφτράκι”. [Ελευθερία], σελ. 438.

“Ξέρεις μια φορά τι έκανε; Είχε το ζάχαρο και δεν έτρωγε ζάχαρη. Μας ενήστευε όλη τη Σαρακοστή, Τετάρτη και Παρασκευή το λάδι. Καρμίρες οι παλιές, οι Παλιοελλαδίτισσες ήταν πάρα πολύ καρμίρισσες. Λοιπόν, έψησα καφέ, να βουτήξω λίγο ψωμάκι να φάω που νήστευα. Μας νήστευε δεν μας έδινε γάλα. Εμένα με κορόιδευε, με έστελνε να πάω μέσα για να ρίξει στο γάλα μου νερό. Να μην είναι σκέτο όπως το άρμεγε από την κατσίκα […] Λοιπόν ψήνω τον καφέ και τον δοκιμάζει και γιατί ήταν γλυκό, μου δίνει μια ανάποδη με τα δαχτυλίδια που φόραγε. Ξεγένναγε πολλές και δεν είχαν να της δώσουνε λεφτά και της δίνανε χρυσαφικά και τα φόραγε. Ήταν τα χέρια της γεμάτα χρυσαφικά […] Δοκίμασε τον καφέ και γιατί ήτανε γλυκός, εσύ τον πίνεις σκέτο χωρίς ζάχαρη, εγώ πώς θα τον πιω πικρό; Έβαλα ζάχαρη, δεν μπορώ να εγώ να τον πιω, μικρό κοριτσάκι πόσο ήμουνα 12-13 χρονώ. Πίνεται ο πικρός καφές; Μου δίνει μια ανάποδη, με παίρνουν τα αίματα. Έτσι με χτύπαγε ανάποδα στο στόμα. Λοιπόν, με χτυπάει, παίρνω δρόμο και φεύγω και πάω στου Μακρυγιάννη, ήταν τα γραφεία, Αμερικανική Περίθαλψη που έλεγε […]. Λοιπόν εκεί πέρα ήταν η Λέσχη του Εργαζόμενου Κοριτσιού που πηγαίνανε και τρώγανε φτηνά […] Αφού ήρθε και με βρήκε εκεί πέρα, μου λέει πάμε σπίτι μας, τα παιδιά μας είναι στον δρόμο. Να πας, της λέω, εγώ παιδιά δεν έχω. Ε, ύστερα ήρθε η πρόεδρος, ήταν κι άλλες κυρίες εκεί. Της λένε, για σταθείτε, κυρία μου, μη τα πιέζετε τόσο, τους σπάτε τα νεύρα, δεν το καταλαβαίνετε ότι είναι παιδιά, της λέει. Έχετε μεγάλες απαιτήσεις από τα παιδιά. Της λέω, βλέπετε το στόμα μου, με δέρνει. Εκείνη μου ‘λεγε πάμε κι εκείνες της λέγανε κάτσε να ηρεμήσει. πού να ηρεμήσω εγώ, εκοπάναγα το τραπέζι με τις γροθιές μου, χτύπαγα τα τραπέζια. Είναι κακούργα, έλεγα, με χτυπάει, με σκοτώνει”. [Ευδοξία], σελ. 448.

ΚΕΦ. 14 – “Δημόσιοι λόγοι για τη σεξουαλικότητα και αφηγήσεις σεξουαλικής βίας των οικιακών εργατριών”

“Λοιπόν τι να σου πρωτοειπώ, όταν άρχισε και σφοντύλιαζε το βυζί και έγινε όσο είναι εκείνο το φλιτζανάκι, γιατί φαινόμουνα. Είχε άντρες και να μη με βλέπουν οι άντρες που είχα εγώ βυζιά, μόνο εκείνη είχε. Ξύλοοο. Ξύλοοο… Εκείνο ακούει και γράφει; [το κασετόφωνο]. Αλλά είχα καθημερινώς ξύλο. Ιδίως όταν πάταγε σερνικός στην πόρτα, έπρεπε να με γδάρει από το ξύλο. Να φανταστείς, επηγαίναμε έξι γυναίκες, εβγήκαμε από το σπίτι και πηγαίναμε στον δρόμο, από ‘δω μέχρι το τρίτο σπίτι, και πέρναγε ένας στον δρόμο και να κοιτάει εμένανε, ξύλοοο, γιατί κοίταγε εμένα. ‘Δεν είδες πώς την κοίταγε;’, έλεγε. Και την Παναγιώτα κοίταγε από τόσες; Αυτή κοίταγε, λέει. Αφού εδώ το μάγουλο μου είχε κρεμάσει μούσκουλο [;] από το ξύλο. Άι στο καλό, είχα αυτή τη ζωή του ξύλου. Με στέλνει σε μια ξαδέλφη της, να της πάω ένα σημείωμα. Δεν ήταν εκεί η ίδια. Λέει, ποιος το ΄φερε, η Ελένη; Όχι. Η Κωνσταντίνα; Όχι. Εκείνη η όμορφη με τις κοτσίδες. Το κακόμοιρο, η όμορφη με τις κοτσίδες. Είχα κάτι κοτσίδες, με σταίνει όρθια και πάλι. Κυρία μου, γιατί μου τα κόβεις; Να ξύλο να. Και μου άφησε έτσι, όπως είναι τούτο το φεσάκι γύρω γύρω και μου το κούρεψε και μου άφησε φούντα κι ήμουνα δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι. Να μην περπατάω έτσι, να περπατάω έτσι. Και είχα ζουπιάσει να μη φαίνεται. ‘Ελα που φαινόμουνα […]”. [Παναγιώτα], σελ. 496.

“Μα είδες τι σου ‘πα η κοπέλα αυτή, ο κύριος, αυτή ήτανε μικρή, την ήπιασεν, τώρα τι να ηκάμει η κοπέλα, έπεσε στα κλάματα αυτή, στο τέλος για να μην πέσουν στα δικαστήρια της δώσανε 50.000, πήρε ένα σπιτάκι, δεν ξέρω πολύ τέλος πάντων, την πήρε κάποιο παιδί που ήξερε πώς ήταν η κατάσταση και την πήρε την κοπέλα. Υπήρχανε παλιάνθρωποι, τώρα είναι άλλοι. Αλλά υπήρχε και σέβος. Σου λέω η μητέρα μου που ήτανε τέτοιος άνθρωπος, μου λέει, μόλις ησθάνθηκα το χέρι του του ‘πα φύγε γιατί αύριο το πρωί φεύγω και θα ξυπνήσω την κυρία. Σσς, σώπα, σώπα. Σώπα, λέει εντάξει. Την άλλη μέρα με πιάσανε: Γιατί φεύγεις, Φλώρα; Λέει δεν μπορώ, κλαίει το παιδί και δεν μπορώ. Λέει κρίμα που εγώ θα σε… ήμουνα καλή αλλά δεν μπορώ. Δεν ήθελε ούτε να προδώσει ούτε να πει…” [Εύα], σελ.506

* “Σμιλεύοντας την υποταγή – Οι έμμισθες οικιακές εργάτριες στην Ελλάδα το πρώτο μισό του 20ου αιώνα” – Ποθητή Χαντζαρούλα – Εκδόσεις Παπαζήση (2012)

[1] Thompson, E.P., The Making of the English Working Class, Λονδίνο, Penguin, 1980 (1η Έκδοση, 1963).

Πηγή: lifo