της Κικής Σταματόγιαννη
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένα μπαράκι που το έλεγαν Stonewall
κι ένα παιδί που “γεννήθηκε αγόρι”, αλλά του άρεσαν τα φορέματα,
οι ψηλοτάκουνες γόβες και τα κραγιόν. H Sylvia Rivera
«Όταν είδα το πρώτο μπουκάλι με κοκτέηλ μολότοφ
να φεύγει από τα χέρια κάποιου, σκέφτηκα στα ισπανικά:
“Θεέ μου, αυτό είναι επανάσταση! Αυτό είναι επιτέλους η επανάσταση!”»
(H Sylvia, μιλώντας για την εξέγερση του Stonewall)
Κάθε επιτυχημένο παραμύθι δίπλα στους ατρόμητους πολεμιστές και τις σοφές γυναίκες, τα καλά ξωτικά και τους μάγους, έχει απαραιτήτως και τον δράκο του. Έχει, δηλαδή, το εμπόδιο εκείνο που πρέπει να νικηθεί για να φτάσουμε στο … «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα…». Το λοατ κίνημα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Τα είχε και τα έχει όλα. Είχε και τους γενναίους/γενναίες που πάλεψαν με θεούς και δαίμονες για να αλλάξουν τον κόσμο, αλλάζοντας τις ζωές τους. Είχε, ασφαλώς, και τον δράκο του. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχοντας την ικανότητα να παίρνει διάφορες μορφές, εμφανίστηκε εδώ με τη μορφή της εξαγοράς, της συνθηκολόγησης, της σταδιακής ενσωμάτωσης στο σύστημα που αρχικά αντιπάλευε.
«Αυτό που συμβαίνει είναι επανάσταση»
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αφορμή για αυτές τις γραμμές στάθηκε η Sylvia Rivera, μια εμβληματική προσωπικότητα του λοατ κινήματος, που στα 18 της χρόνια αποφάσισε πως δεν σκοπεύει να χάσει ούτε λεπτό, γιατί «αυτό που συμβαίνει είναι επανάσταση». Ήταν τα λόγια μιας ζεστής καλοκαιρινής νύχτας, της 27ης Ιούνη 1969 σε μια Νέα Υόρκη που σιγόβραζε – γυναικείο κίνημα, συλλαλητήρια ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, Μαύροι Πάνθηρες.
«Ήμουν επαναστάτρια. Ακόμη είμαι. Είμαι περήφανη που περπάτησα αυτό το δρόμο, που βοήθησα να αλλάξουν νόμοι. Ήμουν περήφανη που το έκανα, είμαι περήφανη που το κάνω ακόμη, με όποιο κόστος». Η φράση-κλειδί είναι αυτές οι τρεις λέξεις: «με όποιο κόστος». Ένα ρίσκο που η Sylvia δεν φοβήθηκε να πάρει σε καμία στιγμή της ζωής της, όταν ανθρώπινα δικαιώματα αμφισβητούνταν. Ένα κόστος που το πλήρωσε με αποκλεισμό από το κίνημα, στερήσεις, ανέχεια. Μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις, που τέλειωσε μόλις στα 50 της χρόνια, σε ένα άσυλο για άπορα τρανς άτομα στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, έχοντας ήδη προλάβει να δώσει ένα δείγμα για το πώς δίνονται οι αγώνες στο λοατ κίνημα. Ανοίγοντας τα δύσκολα και αιχμηρά ζητήματα και παλεύοντάς τα ανυποχώρητα μέχρι τέλους.
Πλάσμα της ταραγμένης Νέας Υόρκης των δεκαετιών του ‘60 και ’70, με πορτορικάνικη και βενεζολάνικη καταγωγή, εγκαταλειμμένη από τον πατέρα της και ορφανή μετά την αυτοκτονία της μητέρας της, φεύγει από τα σπίτι και από τα δέκα ζει στους δρόμους. Συνειδητοποιεί από παιδί -μέσα από συνεχείς εξευτελισμούς- τι σημαίνει περιθώριο, τι σημαίνει αποκλεισμός, τι σημαίνει διάκριση. Τι σημαίνει οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Να εισπράττει τη βία του κράτους μόνο και μόνο γιατί “γεννήθηκε αγόρι”, αλλά θέλει να φορά γυναικεία ρούχα και κραγιόν. «Είχαμε πάντα την αίσθηση ότι ο πραγματικός μας εχθρός ήταν οι μπάτσοι. Δεν περιμέναμε, βέβαια, τίποτα καλύτερο απ’ αυτούς, μας συμπεριφέρονταν λες κι είμαστε ζώα. Και γι’ αυτούς, πράγματι ήμασταν. Μας χτυπούσαν στους δρόμους, μας βίαζαν, μας συλλάμβαναν». Νιώθει ότι τα πράγματα δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραμείνουν έτσι. Θέλει να αλλάξει τον κόσμο και τους άδικους νόμους που τον κυριαρχούν. Μόνο που ακόμα δεν ξέρει το πώς. Η ιστορία θα της προσφέρει τον τρόπο να το κάνει, πριν κλείσει καλά-καλά τα είκοσι.
Εμπλέκεται στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, το αντιπολεμικό, το κίνημα των γυναικών, των Λατινοαμερικανών (Young Lords), των Αφροαμερικανών (Μαύροι Πάνθηρες).
«Όλοι όσοι παλέψαμε στο Stonewall είχαμε εμπλακεί με κάποιο τρόπο σε κάποιο από τα κινήματα της εποχής: των αστικών/πολιτικών δικαιωμάτων, το γυναικείο, το αντιπολεμικό. Ήμαστε όλοι ακραίοι, ριζοσπάστες. Αυτός πιστεύω πως ήταν και ο λόγος που ξέσπασε η εξεγερση στο Stonewall. Είχαμε κάνει ήδη τόσα πολλά για όλα τα άλλα κινήματα. Τώρα είχε φτάσει η ώρα και για εμάς».
Για πολλούς ακτιβιστές, η Sylvia θεωρείται κατά κάποιον τρόπο η Rosa Parks του σύγχρονου λοατ κινήματος. Αντιλήφθηκε αμέσως τη σημασία της εξέγερσης στο Stonewall, το οποίο και χαρακτήριζε ως «σημείο καμπής» για την ιστορία του κινήματος. Τα πρώτα μπουκάλια ενάντια στους πανικόβλητους μπάτσους έφυγαν από τα δικά της χέρια.
Αμέσως μετά την εξέγερση γίνεται ιδρυτικό μέλος του Gay Liberation Front και του GAA (Gay Activists Alliance). Σχεδόν παράλληλα, μην αντέχοντας να βλέπει την εξαθλίωση των νέων άπορων τρανς που ζουν στο δρόμο, σχηματίζει με τη φίλη της Marsha P Johnson, την STAR (Street Transgender Action Revolutionaries), μια ριζοσπαστική ομάδα που προσπαθούσε να βοηθήσει νέους/νέες τρανς, άστεγους/ες, εκδιδόμενους/ες. Η ομάδα συγκρoτήθηκε γύρω από μια πολιτική ανάλυση των ταυτοτήτων του φύλου, του δικαιώματος έκφρασής του, γύρω από τα ζητήματα αυτοδιάθεσης και των δικαιωμάτων των μαύρων ή ισπανόφωνων τρανς ατόμων. Ήξερε ότι ήταν μάταιο να «πείσει» τα στελέχη των λοατ οργανώσεων να θέσουν στην ατζέντα των διεκδικήσεών τους και τα δικαιώματα για τα τρανς άτομα. Κι έτσι ξεκίνησε μόνη της έναν άνισο αγώνα κόντρα στις συμβιβασμένες ηγεσίες του αμερικανικού λοατ κινήματος της εποχής εκείνης, που καθόταν αναπαυτικά στις φρεσκοαποκτημένες δάφνες του Stonewall.
Μπροστά στον πόθο της για δικαιοσύνη, για ισοτιμία, για σεβασμό, για διεκδίκηση ανθρώπινων δικαιωμάτων τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να τη σταματήσει. Δεν δίστασε να σκαρφαλώσει με τα ψηλοτάκουνά της τον τοίχο του Δημαρχείου της Νέας Υόρκης, όταν της έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα αρνούμενοι να τη δεχτούν σε μια κλειστή συνεδρίαση.
Ο δράκος αρχίζει να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή του
Οι θέσεις των μεγαλύτερων λοατ οργανώσεων άρχισαν σιγά-σιγά να λειαίνονται, η συστημική αμφισβήτηση έδωσε τη θέση της στα λόμπι, στους «παράγοντες» που «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα πράγματα από μέσα» πίσω από κλειστές πόρτες και παζαρεύοντας τα δικαιώματα μιας ολόκληρης κοινότητας. Η Sylvia διαφωνούσε σταθερά με τη συμβατική λογική των «ηγετικών προσωπικοτήτων» της λοατ κοινότητας. Προσπαθούσε μέσα από τις τάξεις της GAA (Gay Activists Alliance) να ενσωματώσει στην λοατ ατζέντα μέτρα προστασίας για τους/τις τρανς, αλλά συναντούσε κλειστές πόρτες. Όλα όσα ζητούσε παραήταν ακραία για μια «φρόνιμη» λοατ οργάνωση, που είχε αρχίσει να στρογγυλεύει τα αιτήματά της, να συνηρητικοποιείται, να υποχωρεί συμβιβαζόμενη και πλέον ακίνδυνη. Τα ηγετικά στελέχη της άρχισαν να βάζουν πλώρη για τη δημόσια σφαίρα, να προσανατολίζονται στην κατάκτηση δημόσιων θέσεων και αξιωμάτων, δεν ήταν ώρα για σκληρές αντιπαραθέσεις πάνω σε αιχμηρά ζητήματα. Η ίδια η οργάνωση απέκλεισε από τις θέσεις της την προώθηση των δικαιωμάτων για τα πιο καταπιεσμένα, τα πιο περιθωριοποιημένα μέλη της κοινότητας. Όσο πιο πολύ νέρωνε το κρασί της η GAA, όσο πιο πολύ χαμήλωνε τον πήχυ στο μέσο όρο, τόσο πιο ενοχλητική γινόταν η φωνή της Sylvia με τις «παράλογες» και «ακραίες» απαιτήσεις της για προστασία των ανήμπορων τρανς που ζούσαν στους δρόμους στο έλεος των ετεροφυλόφιλων τραμπούκων, των νταβατζήδων και των μπάτσων.
Ήταν η δική της φωνή που συνέχιζε να διεκδικεί γι’ αυτούς που εξακολουθούσαν να δέχονται την πιο σοβαρή καταπίεση και κρατική καταστολή. Ακόμα και η λοατ κοινότητα σώπαινε μπροστά στα προβλήματα αυτών που είχαν τη μεγαλύτερη ανάγκη για προστασία. Η δυνατότητα έκφρασης φύλου είχε αποκλειστεί από τον «επίσημο» λόγο των μεγαλύτερων λοατ οργανώσεων στις ΗΠΑ. Μνημόνευαν, βέβαια, το Stonewall, «παρήλαυναν» στο Pride κάθε χρόνο, αλλά το φως της εξέγερσης έμοιαζε να είναι σβηστό. Όλα όσα σηματοδοτούσαν οι τρεις ταραχώδεις μέρες και νύχτες της εξέγερσης τον Ιούνη του ’69 πολύ λίγη σχέση είχαν με όσους πλέον ανοιχτά το καπηλεύονταν. Η ξεκάθαρη αμφισβήτηση του κράτους, των νόμων, των οργάνων του, έδινε πλέον τη θέση της στη σύμπλευση με αυτό. Ο δράκος έμοιαζε να έχει πάρει το πάνω χέρι.
Ήδη από το 1973, τέσσερα μόλις χρόνια μετά την εξέγερση, η Sylvia αρχίζει να μιλάει για εμπορευματοποίηση του Pride, για κυριαρχία φιλελεύθερων απόψεων και λογική της αγοράς. Ο αποκλεισμός της από το κίνημα, ο αποκλεισμός ενός ανθρώπου που κράτησε μαζί με άλλους την τύχη της εξέγερσης στα χέρια του, ήρθε σαν μια θλιβερή φυσική συνέπεια.
Στα μέσα της δεκαετίας ’90 αποκλείστηκε από την Ένωση Ομοφυλόφιλων και Λεσβιών της Νέας Υόρκης, γιατί απαίτησε «επιθετικά» την προστασία των νέων και άστεγων τρανς, που σπίτι τους ήταν οι αφιλόξενοι δρόμοι της Νέας Υόρκης. Η απάντησή της στους αποκλεισμούς και τις απαγορεύσεις που της επέβαλε η ίδια η κοινότητά της, ήταν παρόμοια με αυτή που βροντοφώναζε στα στενά γύρω από το μπαράκι του Stonewall τον Ιούνη του 1969: «Fight back»! – «Αντεπίθεση»!
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία στην πολιτική διαδρομή της Sylvia ήταν ότι δεν πάλεψε αποκλειστικά για τα δικαιώματα της τρανς κοινότητας. Αντιλαμβανόμενη ότι οι αποκλεισμοί, οι περιορισμοί, η καταπίεση, το περιθώριο συνδέονται και με το ζήτημα των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής καταγωγής, οικονομικής κατάστασης, εντόπισε σωστά τη ρίζα του κακού. Απέναντί τους ορθωνόταν ένα άδικο καπιταλιστικό, πατριαρχικό κράτος που κατέστειλε με όποιον τρόπο ό,τι αμφισβητούσε την ύπαρξή του, ό,τι το πάλευε στα ίσα. Η κοινωνία ήταν χωρισμένη στα δυο, σε αυτούς που έχουν τα πάντα και σε αυτούς που τους στερούν το οτιδήποτε. Σκοπός της ζωής της έγινε η προσπάθεια να πάει κόντρα σε αυτόν τον καθόλου φυσικό νόμο.
Βοηθούσε στα κοινωνικά συσσίτια ή -όπου δεν υπήρχαν- τα οργάνωνε η ίδια, προσπαθούσε μέσω της οργάνωσης που είχε συγκροτήσει (STAR), να εξασφαλίσει στέγη και τροφή για όσους τη στερούνταν. Πάλεψε ενάντια στην αμερικανική κυβέρνηση που πετσόκοβε την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, την χορήγηση αντιρετροϊκών φαρμάκων για τους φορείς HIV/AIDS, τα επιδόματα για τις μητέρες. Με το πανώ της STAR κατέβαινε στις πορείες που καλούσε η κοινότητα των Πορτορικανών ενάντια στην αστυνομική βία και καταστολή. Τα μέλη των Young Lords τους καλωσόριζαν με χαρά, τους αντιμετώπιζαν ισότιμα, με σεβασμό. «Ήταν η πρώτη φορά που μας αντιμετώπιζε κάποιος σαν ανθρώπινα όντα».
«Είμαι χαρούμενη που έζησα την εξέγερση του Stonewall. Εάν το έχανα, θα έχανα τη στιγμή που άλλαξε ο κόσμος για μένα και για τους δικούς μου ανθρώπους. Ωστόσο, έχουμε πολύ δρόμο ακόμη μπροστά μας».
Ο δικός της δρόμος τέλειωσε μια μέρα του Φλεβάρη του 2002. Οι δικοί μας δρόμοι παραμένουν ανοιχτοί. Με τις απότομες στροφές τους, τα αδιέξοδα, τα πισωγυρίσματα, τα σταυροδρόμια, τα μικρά μονοπάτια και τις μεγάλες λεωφόρους. Ο δράκος που ορθώθηκε μπροστά στη Sylvia δεν βγάζει κόκκινες φωτιές από τα ρουθούνια του. Προσφέρει εξυπηρετήσεις, χορηγίες, «δωράκια», χρήμα. Εξαγοράζει ανθρώπους και συνειδήσεις. Ξέρει ότι, όταν δεν μπορεί να καταστείλει έναν επικίνδυνο αντίπαλο, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να τον αφοπλίσει. Να τον ναρκώσει.
Αν θέλουμε να γκρεμίσουμε αυτό το σύστημα, για να μπορέσει ο κόσμος να είναι ανθρωπινότερος για όλα τα πλάσματα που τον κατοικούν, πρέπει να δίνουμε καθημερινές μάχες ενάντια σε αυτά τα ύπουλα χτυπήματα που κάνουν μεγαλύτερο κακό από μια ευθεία αντιπαράθεση. Η απάντηση, δοκιμασμένη την ώρα της φωτιάς, παραμένει ίδια: «Fight back» – «Αντεπίθεση!».
Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο έντυπο περιοδικό lgbt Κόκκινο