της Σίσσυς Βωβού
Η ισότητα των δύο φύλων αναφέρεται σε πολλές αναλύσεις ως μια από τις δύο μείζονες κοινωνικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, με τη ριζική αλλαγή της θέσης των γυναικών σε πολλές κοινωνίες, χώρες και περιοχές, και πιο έντονα στις κοινωνίες των «ανεπτυγμένων», όπως θεωρούνται, χωρών δηλαδή της Ευρώπης, Βόρειας Αμερικής και Αυστραλίας, χωρίς να παραλείπεται και η πολυάνθρωπη Κίνα στην εποχή του Μάο Τσε Τουνγκ.
Ισότητα βεβαίως υπό διαρκή εξέλιξη, πάντα διαλεκτική, με ανοδικό γενικά δείκτη.
Μετά τη νομική ισότητα που έχει σε κάποιο βαθμό επιτευχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τώρα η συζήτηση επικεντρώνεται στην ουσιαστική ισότητα (και διαμορφώνεται και σχετική νομοθεσία), η επίτευξη της οποίας εμποδίζεται σημαντικά από το γεγονός ότι οι γυναίκες αναμένεται πάντα να επωμίζονται σχεδόν αποκλειστικά τις υποχρεώσεις της αναπαραγωγής, με την οποιαδήποτε μορφή τους, σε ιδιαίτερα δραματικές συνθήκες κατά την περίοδο της κρίσης.
Γι’ αυτόν και για πολλούς άλλους λόγους η πατριαρχία παραμένει ζωντανή, απαιτώντας ακόμα και σήμερα από τις γυναίκες την εκπλήρωση του «παραδοσιακού ρόλου», τη στιγμή που οι ίδιες έχουν μπει δυναμικά τόσο στην εκπαίδευση όσο και στην εργασία και απασχόληση, έχοντας παράλληλα αναλάβει σημαντικό ρόλο σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες. Το αίτημα των γυναικείων και φεμινιστικών κινημάτων να βγουν οι γυναίκες στο δημόσιο χώρο και να μην περιορίζεται η ζωή τους στην ιδιωτική σφαίρα έχει σε μεγάλο βαθμό κατακτηθεί, χωρίς παράλληλα να έχει αντιμετωπισθεί κοινωνικά ή να έχει επιμεριστεί το βαρύ φορτίο της εργασίας αναπαραγωγής για το οποίο είχαν πάντα την ευθύνη.
Προχωρώντας σ’ αυτό το δυναμικά εξελισσόμενο αλλά και ζοφερό τοπίο για τις γυναίκες, αναρωτιόμαστε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ αγκομαχάει τόσο πολύ να υιοθετήσει τις αντίθετες πολιτικές από αυτές που υιοθετεί η κυβέρνηση και το κράτος απέναντί μας. Η δήλωσή του στις θέσεις του συνεδρίου ότι «επιδιώκει συστηματικά να αποτελεί πρότυπο και εικόνα της κοινωνίας για την οποία αγωνίζεται» ελέγχεται σε όλα τα μέτωπα και υπάρχει μεγάλη αγωνία για το επερχόμενο συνέδριο και τις ρυθμίσεις που θα υιοθετήσει για τη γυναικεία εκπροσώπηση, η οποία θα μπορούσε να γίνει καταλύτης για τη «φεμινοποίησή» του. Υπάρχει η πρόταση στο συζητούμενο καταστατικό ότι «κανένα φύλο δεν μπορεί να εκπροσωπείται με ποσοστό λιγότερο από 40% σε όλα τα όργανα». Όμως, οι μέχρι τώρα συζητήσεις και αντιδράσεις από πολλές μεριές, δημιουργούν φόβους ότι αυτό δεν θα θεσπιστεί, ή ότι θα θεσπιστεί για την Κεντρική Επιτροπή και όχι για την Πολιτική Γραμματεία, όπως έγινε κατά την προηγούμενη συνδιάσκεψη, με αποτέλεσμα η τρέχουσα Πολιτική Γραμματεία να έχει 4 γυναίκες στα 37 μέλη, ποσοστό δηλαδή που διακηρύσσει την αλαζονεία της κομματικής πατριαρχίας και την αποφασιστικότητά της να μην χάσει τις πολυπόθητες καρέκλες ή έστω θέσεις στα κέντρα λήψης των κομματικών αποφάσεων. Φυσικά η γυναικεία εκπροσώπηση δεν είναι το μόνο κριτήριο για την δέσμευση ενός κόμματος στην πολιτική της ισότητας, είναι όμως ένα σημαντικό μέτρο πολιτικής.
Το κράτος και η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο μπροστά από τον ΣΥΡΙΖΑ
Κοιτάζοντας τη νομοθεσία που ισχύει σήμερα, είναι θλιβερό να βλέπουμε ότι ένα αριστερό κόμμα που διεκδικεί την κυβέρνηση βρίσκεται πιο πίσω από την κρατική πολιτική στο θέμα της γυναικείας εκπροσώπησης.
Η νομοθεσία που αναφέρουμε εδώ αφορά την ισόρροπη συμμετοχή των δύο φύλων σε θεσμούς του κράτους όσο και σε εκλογικές διαδικασίες (η οποία αναφέρεται, δυστυχώς, στο 1/3 τουλάχιστον και όχι στο 50%). Παρ’ όλα αυτά, έχει ήδη αλλάξει το τοπίο και στους δύο αναφερόμενους τομείς.
Ξεκινάμε από το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975, όπου αναφέρεται για πρώτη φορά ότι «Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση (του 2001), μετά από προετοιμασία και διεκδίκηση πολλών ετών, εισήχθη διάταξη που δέχεται τις θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών για την άρση των ανισοτήτων, με εισήγηση των γυναικείων οργανώσεων και ιδιαίτερη συμβολή της Αλίκης Μαραγκοπούλου. Πριν από αυτό, υπήρξαν και κάποιες σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Άρθρο 116 παρ.2 (Συντάγματος)
«Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών.»
Η νομοθεσία για την προώθηση της «ουσιαστικής ισότητας», η οποία έχει εισαχθεί με βάση κατά καιρούς οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφορά τα υπηρεσιακά συμβούλια του κράτους διαφόρων μορφών και την εκλογική διαδικασία και προβλέπει τουλάχιστον το 1/3 συμμετοχής κάθε φύλου. Είναι ευνόητο ότι τα γυναικεία και φεμινιστικά κινήματα έχουν αγωνιστεί για χρόνια για την υιοθέτηση τέτοιων μέτρων, που είναι βέβαια δειλά αλλά σε σωστή κατεύθυνση.
Συγκεκριμένα:
Με το Ν. 2839/2000 καθιερώθηκε η υποχρεωτική, κατ’ ελάχιστο στο 1/3, συμμετοχή κάθε φύλου στα υπηρεσιακά συμβούλια και στα συλλογικά όργανα του Δημοσίου, των Δημοσίων Οργανισμών και των ΟΤΑ.
Ποσόστωση ανά φύλο, στα ψηφοδέλτια Νομαρχιακών και Δημοτικών εκλογών προβλέπεται στο Ν.2910/2001 (υποχρεωτική ποσόστωση 1/3 επί των υποψηφίων), 3463/2006 (1/3 αριθμός υποψηφίων).
Ο νόμος 3852/2010 για το πρόγραμμα Καλλικράτης, αναφέρεται το υποχρεωτικό ποσοστό υποψηφίων του 1/3 με βάση τον αριθμό των εδρών, και όχι των υποψηφίων συνολικά (πρόκειται για μια υποχώρηση από την πρόβλεψη των προηγούμενων νόμων), ενώ επίσης προβλέπεται σε κάθε Περιφέρεια οι Περιφερειακές Επιτροπές Ισότητας των Φύλων με διευρυμένη και πιο αντιπροσωπευτική σύνθεση και αρμοδιότητες.
Στο ν. 3839/2010, προβλέπεται το ελάχιστο 1/3 του αριθμού προϊσταμένων στο Δημόσιο από κάθε φύλο (ενσωματώνεται στο νόμο 3587/2007 για τους ΟΤΑ).
Βουλευτικές εκλογές: το άρθρο 34 του Προεδρικού Διατάγματος 24/2012 καθιερώνεται το ποσοστό τουλάχιστον του 1/3 των υποψηφίων από κάθε φύλο.
Με το Ν.3653/2008, για στη στελέχωση των εθνικών οργάνων και επιτροπών έρευνας και τεχνολογίας απαιτείται επίσης ποσόστωση τουλάχιστον 1/3 ανά φύλο, (άρθρο 57).
Με την παραπάνω νομοθεσία γίνεται φανερό ότι οι γυναίκες που εμποδίζονται από τους μηχανισμούς της «επαγγελματικής πατριαρχίας» αλλά και τις κοινωνικές νοοτροπίες, μπορούν πλέον να αποκτούν θέσεις ευθύνης σε οργανισμούς και υπηρεσίες, και ήδη έχουμε δει μεγάλη αλλαγή στο σχετικό τομέα. Όσον αφορά όμως τις εκλογικές διαδικασίες, η «σώφρων» πρόνοια ότι το ποσοστό είναι επί των υποψηφίων και όχι επί των εκλεγομένων, δημιουργεί συνθήκες για πολύ αργή αλλαγή του τοπίου.
Τι θα συμβεί, όμως, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση; Πάντως τους νόμους αυτούς που έχουν περάσει από τη Βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ ή προηγουμένως ο Συνασπισμός δεν τους έχει καταψηφίσει. Το ίδιο και σε επίπεδο οργάνων της Ε.Ε.
Ερωτήματα (ρητορικά):
- Ο ΣΥΡΙΖΑ όταν γίνει κυβέρνηση θα διατηρήσει το ποσοστό εκπροσώπησης «τουλάχιστον κατά 1/3» στα υπηρεσιακά συμβούλια κάθε μορφής; Ή μήπως θα το αυξήσει;
- Αν διατηρήσει το 1/3 στα υπηρεσιακά συμβούλια, θα τηρήσει το ίδιο για τα δικά του πολιτικά όργανα; Ή μήπως οι γυναίκες του ΣΥΡΙΖΑ είναι ανώριμες για να βρίσκονται στην Διεύθυνση του Κόμματος και στο Εκτελεστικό Γραφείο, την ίδια ώρα που οι γυναίκες – υπάλληλοι του κράτους είναι ώριμες για να μετέχουν κατά τουλάχιστον 1/3 στα υπηρεσιακά συμβούλια;
- Ο ΣΥΡΙΖΑ όταν γίνει κυβέρνηση θα μετατρέψει το νόμο για την ποσόστωση στις εκλογές ώστε να ισχύει επί των εκλεγομένων και όχι επί των υποψηφίων;
- Η υφιστάμενη κεντρική ηγεσία, η οποία είναι, όπως δείξαμε με τους παραπάνω αριθμούς, άκρως ανδροκρατούμενη, θα στηρίξει στο συνέδριο την πρόνοια ότι κανένα φύλο δεν εκπροσωπείται με ποσοστό κάτω του 40% σε όλα τα όργανα;
Το κλειδί είναι στους και στις συνέδρους
Η «ουσιαστική ισότητα» μπορεί να ευημερεί στους νόμους, αλλά υποχωρεί στη ζωή στις σημερινές συνθήκες της κρίσης. Η απότομη αύξηση μελών του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως μετά τα μεγάλα εκλογικά ποσοστά, έφερε στις τάξεις του πολλούς ανθρώπους που δεν ασχολήθηκαν ποτέ με την «πολυτέλεια» της ισότητας των δύο φύλων, έστω κι αν ζουν σε μια κοινωνία που σιγά-σιγά την θεσμοθετεί. Η ίδια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε στις προηγούμενες εκλογές να ναρκοθετήσει τη δράση και τις αξίες του Δικτύου Γυναικών ΣΥΡΙΖΑ, και ιδιαίτερα τον αγώνα μας για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Όσες γυναίκες θέτουν τέτοια θέματα θεωρούνται περίπου «αναιδείς». Όσο για την ποσόστωση, που θεωρείται από κάποιες συνιστώσες σημαντικό μέτρο πολιτικής, κάποιες την υποστήριζαν στο παρελθόν και την είχαν στο καταστατικό τους, όπως ο Συνασπισμός, αλλά σήμερα βλέπουμε ήδη υποχώρηση από μέλη του. Οι συνιστώσες της ΑΝΑΣΑ και το τμήμα του «Κόκκινου» που δεν συμμετέχει μεν αλλά στηρίζει, όπως φάνηκε στην Κεντρική Επιτροπή του Δεκεμβρίου, δέχτηκε την καρατόμηση της ποσόστωσης στην Πολιτική Γραμματεία. Άλλες συνιστώσες είναι αντίθετες στην ποσόστωση, γιατί την θεωρούν ένα ακατάλληλο και «διοικητικό μέτρο», άλλες δεν παίρνουν καθόλου θέση.
Μόνον οι σύνεδροι, άνδρες και γυναίκες, μπορούν να στηρίξουν στην πλειοψηφία τους το προτεινόμενο άρθρο του καταστατικού για τουλάχιστον 40% εκπροσώπηση του κάθε φύλου σε όλα τα όργανα ή για την ισόρροπη εκπροσώπηση του 50%, όπως προτείνει το Τμήμα Φεμινιστικής Πολιτικής αλλά και το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Το πρόβλημα είναι ότι καταβάλλονται πολλές προσπάθειες για την «εξημέρωση του κυριαρχούμενου», δηλαδή των γυναικών, έτσι ώστε να δυσκολευόμαστε πολλές φορές στηρίξουμε τα ίδια μας τα δικαιώματα. Ακόμα κι αυτές που ξέρουν, δυσκολεύονται να συγκρουστούν με την τάση ή τη συνιστώσα τους, θεωρώντας αυτή την «πειθαρχία» ισχυρότερη των δίκαιων αιτημάτων μας.
Όλα τα ενδεχόμενα, συνεπώς, είναι ανοιχτά.