της Σίσσυς Βωβού
Ποια Δήμητρα; Μα, αυτή που γυρίζει στο δρόμο στο κέντρο της Αθήνας, με πρόσωπο σκοτεινό και ανέκφραστο, με ρούχα το ένα πάνω στο άλλο, και κάποτε κάθεται – μισοξαπλώνει στη γωνιά στην Ακαδημίας με ένα πλαστικό ποτιράκι μπροστά της, με κρυμμένο το πρόσωπό της, κάποτε περπατάει με βήμα βαρύ, αργό, μεταφέροντας το ασήκωτο βάρος του προσωπικού της πάθους και της κοινωνικής της περιθωριοποίησης.
Έχει τις κουβέρτες της και κάποιες τσάντες με χρειώδη κάτω από μια μεγάλη πόρτα που έχει λίγη εσοχή, τόση όμως ώστε όταν βρέχει να μην προστατεύεται από τη βροχή.
Παλιότερα ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Πριν λίγους μήνες δηλαδή, ίσως και χρόνο. Κυκλοφορούσε μ’ έναν άντρα της ηλικίας της, 35-40 χρόνων, κακοντυμένο, με γένεια και μαλλιά απεριποίητα, με όλη τη βρόμα του δρόμου πάνω του. Εκείνη ήταν η δυνατή, κρατούσε στο χέρι της μια τεράστια σακκούλα με κουβέρτες. Πού κοιμόταν τότε; Άγνωστο. Ο άντρας είχε τα δυο του πόδια γυμνά από το γόνατο και κάτω, πρησμένα και γεμάτα πληγές. Την είχα ρωτήσει τότε γιατί δεν τον πάει στο νοσοκομείο, μου είχε πει τον πάει και μετά τον διώχνουν. Έχουν κι ένα παιδάκι, μου είχε πει, 4 χρόνων, το οποίο μένει με τη γιαγιά, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, μακριά. Αυτός ήταν ναρκομανής, είπε, εκείνη δεν ήταν.
Αργότερα την είδα χωρίς αυτόν, πέθανε, μου είπε. Τη ρώτησα αν θέλει να της βρω ξενώνα. Μου απάντησε ότι θέλει, αλλά με δικό της δωμάτιο. Της απάντησα ότι αυτό δεν γίνεται. Ζητιανεύει για τη δόση της, ξέρει ότι στους ξενώνες δεν επιτρέπεται να μείνουν τα τοξικοεξαρτημενα άτομα.
Από τότε τριγυρνάει στα μέρη αυτά, μόνη της, και κατά καιρούς με έναν άλλον άνδρα στη δική της κατάσταση, με τον οποίο κοιμούνται μαζί στην εσοχή της εισόδου.
Πόσον καιρό θα ζήσει, θα ζήσουν, στο δρόμο; Σίγουρα όχι πολύ. Βρίσκεται στο στάδιο όπου τα έχει χάσει όλα, σκλάβα του πάθους της. Και γιατί να ζήσουν; Ίσως να μην το σκέφτεται καν αυτό.
Άραγε η πολιτεία δεν οφείλει τίποτα σ’ αυτές τις νεκρές ψυχές, που τις βλέπουμε να περνούν σαν σκιές μπροστά μας; Άραγε είναι τόσο δύσκολο να φτιάξει κάποια από τα αδειανά κτίρια και να τους προσφέρει στέγη και τροφή; Τόσα εκατομμύρια φορολογούμενοι πολίτες και τόσα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να δώσουν μια ακρούλα στις Δήμητρες του κέντρου της Αθήνας, του Παρισιού, της Νέας Υόρκης και ο κατάλογος των πόλεων δεν έχει τέλος;
Είναι, και πιθανότατα θα παραμείνουν έρμαια του πάθους τους, στο σίγουρο δρόμο για την αυτοκαταστροφή, που ποιος ξέρει πώς άνοιξε για να τον περπατούν όλο και περισσότερο ως το σκοτεινό τέλος του. Και όμως, κι αυτές οι ψυχές είναι φορείς δικαιωμάτων, κατά πως λένε οι νόμοι, και στην κόλασή τους η πολιτεία δεν μπορεί να είναι απούσα. Το είχαμε πει για τις οροθετικές, όταν τις βρήκαν σίγουρο πεδίο ηθικής εξόντωσης στο βωμό της προεκλογικής εκστρατείας κάποιων, το λέμε και τώρα για τις Δήμητρες: Δεν υπάρχουν περιττά σώματα.