της Σίσσυς Βωβού
Θα μπορούσε να είναι κινηματογραφική ταινία σπλάτερ. Δεν ήταν όμως.
Ξαναζήσαμε στις 10 Οκτωβρίου, στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Καλαμάτας το δράμα της Βαλμπόνας Ρ., της γυναίκας που δέχθηκε τον Απρίλιο του 2009 την πιο ειδεχθή δολοφονική επίθεση απ’ ότι κάθε άλλη γυναίκα που επέζησε, από τον εν διαστάσει και για 16 χρόνια σύζυγό της.
Πρωτίστως, βέβαια, το ξαναέζησε η ίδια, και το αντιμετώπισε και πάλι, για δεύτερη φορά μετά το πρωτόδικο δικαστήριο, με μια στωικότητα που δεν μπορεί να προέρχεται μόνο από τον χαρακτήρα της, αλλά κυρίως από το γεγονός ότι «τα έχει δει όλα». Ήταν τότε 29 χρονών.
Εντός παρένθεσης, κάθε δικαστήριο είναι σαν την ρωμαϊκή αρένα. Είναι δημόσιο, πρέπει να εκτεθούν όλα, πρέπει οι άνθρωποι να ξαναζήσουν όσα έγιναν, να τα μάθει το δικαστήριο και όσοι ενδιαφέρονται, μεταξύ αυτών τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, μαζί και το Φύλο Συκής, πρέπει να μην μείνει τίποτα στο σκοτάδι, για να μπορέσει ένα δικαστήριο να κρίνει μια κακουργηματική, στην προκειμένη περίπτωση, πράξη. Αυτό είναι, πράγματι, πολύ σκληρό. «Μυστικά και ψέματα» υπάρχουν και σ’ αυτή τη δίκη όπως και σε κάθε ανθρώπινη κατάσταση. Εμείς διαπραγματευόμαστε όσα έγιναν γνωστά δημοσίως. Κλείνει η παρένθεση.
Όπως αναμενόταν, «ζωντάνεψαν» όλα όσα είχαν γίνει εκείνο το πρωί στην Καλαμάτα. Εκείνος είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ένα αλυσοπρίονο με 275 ευρώ, από γειτονική πόλη, ένα σχοινί 10 μέτρων και ένα μεγάλο μαχαίρι.
Είχε φύγει από τη Βέροια απ’ όπου ζούσε, είχε πάρει τα δύο παιδιά, 9 και 12 τότε, τα οποία ζούσαν στην Αλβανία με τους παππούδες και τις γιαγιάδες και είχε μεταβεί στην Καλαμάτα για να πείσει την Βαλμπόνα να μην εγκαταλείψει τον υποτιθέμενο έγγαμο βίο. Στις δέκα ημέρες που έμεινε στην Καλαμάτα, δεν κατάφερε το στόχο του, γι’ αυτό κι εκείνο το πρωί, έχοντας προετοιμαστεί κατάλληλα και αφού είχε πει στα παιδιά να παίξουν έξω, της ζήτησε να βάλει τα ρούχα του στο πλυντήριο αφού θα έφευγε. Την ακολούθησε στο μπάνιο, την καθήλωσε και την μαχαίρωσε στο λαιμό, εκείνη άρχισε να μαζεύει τα αίματα για να μην μπουν τα παιδιά και τα δουν, εκείνος την έσπρωξε μέσα στη μπανιέρα, πήρε το αλυσοπρίονο και απέκοψε τελετουργικά τα τέσσερα μέλη της. Το αίμα είχε φθάσει μέχρι το ταβάνι. Κλείδωσε την πόρτα και έφυγε. Η κρεουργημένη κατάφερε, πώς δεν ξέρει, να βγει από το μπάνιο, να πάει στην τραπεζαρία, να τραβήξει με τα δόντια της το τραπεζομάντιλο για να πέσει κάτω το κινητό, να πατήσει με τη μύτη (ή το σαγόνι) το κουμπί και να ειδοποιήσει τον καλό της.
Η κινητοποίησή του ήταν άμεση, ειδοποίησε το ΕΚΑΒ και την αστυνομία, η οποία στο δρόμο της συνάντησε τον φονιά να φεύγει με τα δύο παιδιά στο αυτοκίνητο και το ματωμένο αλυσοπρίονο μέσα. Εκείνος φοβήθηκε ότι τον έψαχναν, σταμάτησε, βγήκε και είπε στην αστυνομία «σκότωσα τη γυναίκα μου». Τον πήραν μαζί τους. Έφθασαν στο σπίτι, χτύπησαν, άκουσαν μια φωνή «σπάστε την πόρτα». Την έσπασαν, κατέβασαν τη γυναίκα από το ασανσέρ με τη συνδρομή του φονιά, την έβαλαν στο ΕΚΑΒ που είχε στο μεταξύ καταφθάσει, την μετέφεραν στο νοσοκομείο Καλαμάτας όπου της σταμάτησαν την ακατάσχετη αιμορραγία, ενώ σύντομα την επιβίβασαν σε ελικόπτερο που την μετέφερε στο ΚΑΤ στην Αθήνα. Οι χειρουργοί κατάφεραν να της σώσουν τη ζωή, να της επανασυνδέσουν τα μέλη τα οποία πλέον λειτουργούν, πάντα με κάποιες αναπηρίες.
Ένα ζευγάρι μεταναστών από την Αλβανία. Για χρόνια δούλευαν στις αγροτικές εργασίες στη Βέροια. Η βία εναντίον της γυναίκας ήταν συχνή από την αρχή και πολλές φορές ανυπόφορη. Όταν το 2006 η Βαλμπόνα είπε ότι δεν αντέχει πλέον τις δουλειές αυτές, εκείνος της βρήκε δουλειά σε μπαράκι να δουλεύει κονσομασιόν. Τα λεφτά ήταν καλά. Έψαχνε συνέχεια για άλλες πόλεις, για καλύτερες αμοιβές. Την καθοδηγούσε και την ωθούσε στις διάφορες δουλειές, μέσα από «γραφεία» εύρεσης εργασίας. Εκείνη έβγαζε 150-200 ευρώ την ημέρα, τα έβαζε σε κοινούς λογαριασμούς. Εκείνος σταμάτησε να δουλεύει, γλένταγε τη ζωή του με άλλες γυναίκες, τα παιδιά στην Αλβανία. Τρία χρόνια κράτησε αυτή η νέα κατάσταση, ώσπου κάποια μέρα η Βαλμπόνα του ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει να δουλεύει γιατί έχει γνωρίσει κάποιον. Η αντίδρασή του βάρβαρη, την κλείδωσε στο σπίτι του για 3 ημέρες, την κακοποίησε «δεόντως» και μετά την άφησε να φύγει.
Στη συνέχεια εκείνος μετέβη στην Καλαμάτα με τα παιδιά, αφού πρώτα είχε φροντίσει να αδειάσει τους λογαριασμούς από τα χρήματα. Εκείνη αρχικά εξαφανίστηκε από το ίδιο της το σπίτι, αλλά δυστυχώς επέστρεψε μετά από λίγες μέρες. Της είπε ότι θα πιάσει δουλειά και θα ζουν μαζί με τα παιδιά τους. Γνώρισε τον νέο σύντροφο της Βαλμπόνας, ο οποίος μάλιστα και για χάρη των παιδιών, του βρήκε δουλειά στην οποία ο φονιάς έμεινε μισή μέρα.
Ήταν ήρεμος αυτές τις 10 μέρες. Απίστευτα και ανησυχητικά ήρεμος. Αφού ματαιώθηκε και το τελευταίο σχέδιό του, να πάρουν δάνειο από τον σύντροφο της Βαλμπόνας και να φύγουν όλοι μαζί, προφανώς πήρε την απόφασή του. Πήγε και αγόρασε το αλυσοπρίονο και τα άλλα σύνεργα, τα οποία έκρυψε επιμελώς σε μια εσοχή απέναντι από το μπάνιο, μέσα στο οποίο διεξήχθη η αιματηρή τελετουργία.
Το έκανε από αγάπη, είπε στο δικαστήριο, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα ζήσει μακριά από αυτήν που αγαπούσε. Ήταν φτωχός, από μεγάλη οικογένεια, δεν είχαν παπούτσια όταν ήταν μικρός, και έγινε μετανάστης για μια καλύτερη ζωή. Όμως, δεν έκανε και τίποτα. Ζητούσε να τον καταλάβει το δικαστήριο, να τον συγχωρήσει, ενώ όλα αυτά τα χρόνια τηλεφωνούσε στα παιδιά δηλητηριάζοντάς τα με το επιχείρημα ότι η μάνα τους τον έβαλε φυλακή και θα πρέπει να τον συγχωρήσει, αλλιώς να μην της μιλάνε. Μέχρι και στο δικαστήριο είχε φέρει το μεγάλο παιδί, για να επηρεάσει την γυναίκα να «τον συγχωρήσει» -το δικαστήριο δεν δέχτηκε την παρουσία του παιδιού στην αίθουσα, ενώ η Πρόεδρος τον ρώτησε: Νομίζετε ότι κάνει καλό στο παιδί να γνωρίζει τι έκανε ο πατέρας του; Θα σας κάνει αυτό καλύτερο πατέρα στα μάτια του;. Οι πιέσεις φυσικά μεγάλες και ασφυκτικές τα πρώτα χρόνια μετά το κακούργημα, όπου τα παιδιά δεν ήθελαν να δουν ή να μιλήσουν με τη μητέρα τους για το κακό που έχει κάνει στον πατέρα τους. Και ο μόνος λόγος που η Βαλμπόνα δεν είχε πιο αποφασιστική στάση εκείνες τις δύσκολες μέρες, παρ’ ότι φοβόταν το φόνο, για τον οποίο εκείνος είχε απειλήσει πολλές φορές και για πολύ μικρότερες «αφορμές» από την απόφασή της να χωρίσουν, ήταν ότι προσπαθούσε να μειώσει την ένταση, για το καλό της σχέσης της με τα παιδιά.
Θετική η στάση δύο γυναικών εφετών και της εισαγγελέως απέναντι στην αυτονομία της γυναίκας, όταν τον ρωτούσαν «γιατί δεν σεβόταν την απόφασή της να χωρίσει και δεν σκέφτηκε να βρουν λύση συνεργασίας για τα παιδιά», παρά ακολούθησε αυτό τον εγκληματικό δρόμο. Πώς είναι δυνατόν να ονομάζεται αγάπη μια τέτοια πράξη, γιατί αν δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν δεν έθετε τέρμα στη δική του ζωή;
Καταλυτικές όλες οι μαρτυρίες που αποδείκνυαν την προμελέτη του φόνου, καθώς και τα στοιχεία στα οποία βασίζονταν.
Περισσότερο όμως, του συντρόφου της Βαλμπόνας, Δημήτρη, ο οποίος της έχει σταθεί με πραγματική αυτοθυσία όλα αυτά τα χρόνια. Είπε μεταξύ άλλων στο δικαστήριο ότι είδε δύο άνδρες να ψάχνουν στο ΚΑΤ να την βρουν όταν ήταν ακόμα μεταξύ ζωής και θανάτου, κατά τη γνώμη του για να την αποτελειώσουν, ζήτησε αστυνομική προστασία, την οποία και έλαβε. Ο φονιάς του τηλεφώνησε όταν βρισκόταν στο νοσοκομείο και του είπε «πάρτην τώρα, έτσι όπως την έκανα, στη χαρίζω». Σε ερώτηση της προέδρου αν είναι ακόμα μαζί απάντησε «φυσικά και είμαστε μαζί και θα είμαστε πάντα μαζί».
Μπορεί ο παρ’ ολίγον φονιάς να είναι ένας πραγματικά άξεστος και αδίστακτος άνθρωπος, όπως τον παρακολουθήσαμε και στα δύο δικαστήρια και όπως μαρτυρούν οι πράξεις του, δεν του έλειπε όμως η ψύχραιμη και λογική σκέψη, ο υπολογισμός και η επιμελής εξυπηρέτηση του συμφέροντός του, όπως το κρίνει ο ίδιος. Ακόμα επικαλέστηκε και επιχειρήματα για να μειωθεί ο καταλογισμός του, ότι έβλεπε ψυχίατρο γιατί είχε ψυχολογική διαταραχή, αλλά και ότι είχε πιει πολύ πριν την τέλεση της πράξης. Επίσης ο δικηγόρος του ζήτησε να του γίνει ψυχιατρική εξέταση.
Το ερώτημα παραμένει: ένας άξεστος και αδίστακτος άνθρωπος, που έχει όμως λογική σκέψη και είναι σε θέση να σχεδιάζει με τόση επιμέλεια, πώς μπορεί τόσο πολύ να καταστρέφει την ίδια του τη ζωή; Το επιχείρημα της αγάπης καταρρίπτεται από όλες τις ενέργειες που προαναφέρθηκαν και κυριαρχεί το στοιχείο της εκμετάλλευσης και του συμφέροντος. Προφανώς θίχτηκε το συμφέρον αυτό και η κυριαρχία του και δεν μπόρεσε να υπερβεί την ακύρωσή του. Όταν έχει σχεδιάσει με τόση επιμέλεια μια τόσο βάρβαρη πράξη, πώς δεν έχει σχεδιάσει και τη διαφυγή; Τι ήταν εκείνο που τον έκανε ήρωα του ίδιου του εαυτού του, της ίδιας του της κυριαρχίας, ώστε να αντιπαρέλθει τους κινδύνους της αυτοκαταστροφής;
Καταδικάστηκε σε 17 χρόνια κάθειρξη, όπως και πρωτοδίκως, και ισόβια απέλαση από την Ελλάδα, την οποία αμφισβήτησε λέγοντας «εγώ εδώ θέλω να ζήσω»… (Βλ. ανακοίνωση Φεμινιστικής Πρωτοβουλίας της 11-10-13)
Πρόκειται για μια «συζυγοκτονία», όπως συνηθίζουμε να λέμε, αλλά πράγματι είναι αλλιώτικη από τις άλλες. Είναι η προμελέτη, ο σχεδιασμός, και η βαρβαρότητα. Είναι μια ακραία περίπτωση, που μπορεί να είναι, βέβαια, ο αντικατοπτρισμός των «κανονικών» συζυγοκτονιών. Ένας απλός καθημερινός άνθρωπος, ένα φτωχόπαιδο που πήγε μετανάστης για μια καλύτερη ζωή, που κατάφερε μόνος του να την καταστρέψει με την ειδεχθή πράξη του.
Η Βαλμπόνα είναι καλά. Πήγε στον Άδη και γύρισε νικήτρια, και με την αγάπη του συντρόφου της που την βοήθησε αποφασιστικά σ’ αυτή τη νίκη. Θα έχει πάντα τις αναπηρίες της, για να μην ξεχάσει ποτέ ότι έπαιξε με το θάνατο, έχασε και κέρδισε. Αυτό το παιχνίδι με την ανδρική βία και τον θάνατο, αν ήταν δυνατόν, να μην το ξεχνάει ποτέ, καμιά γυναίκα.
Διαβάστε ακόμα
17 χρόνια κάθειρξη για τον επίδοξο φονιά της Βαλμπόνας Ρ.