της Ρένας Δούρου
Καταλυτικά, για άλλη μία φορά, τα τελευταία τρία χρόνια, τα στατιστικά στοιχεία, σε ό,τι αφορά στην ανεργία γενικά, και στην ανεργία των γυναικών ειδικότερα. Με φόντο τη γενικευμένη άνοδο της ανεργίας σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΖ και της ΕΕ, και με δεδομένη πλέον την πρωτιά της Ελλάδας (27.9%), που ξεπέρασε την Ισπανία (26.2%), σε συνολικό αριθμό ανέργων, τα απρόσωπα νούμερα αποκαλύπτουν, με τον κλινικό τους τρόπο, τους πιο αδύναμους κρίκους της κοινωνίας μας, εκείνες που πληρώνουν το υψηλότερο τίμημα των υφεσιακών πολιτικών. Τις γυναίκες. Το 32% είναι άνεργες και το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται σε ό,τι αφορά τις νέες γυναίκες ενώ ο μέσος όρος των άνεργων νέων κάτω των 25 ετών, υπερβαίνει το 60% – 61.5%, συγκεκριμένα.
Το φαινόμενο της ανεργίας δεν είναι ένας απλός οικονομικός δείκτης. Αποτελεί τη σύγχρονη οικονομικο-κοινωνική παθογένεια που υπονομεύει τα ήδη αποσαθρωμένα θεμέλια της κοινωνίας μας, μετά από τρία χρόνια έντονων υφεσιακών πολιτικών, που καλλιεργούν και επιδεινώνουν τις συνέπειες της παγίδας χρέους, στην οποία έχουν ρίξει Τρόικα και κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου την Ελλάδα. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που «θερίζει» κυριολεκτικά εκατοντάδες χιλιάδες ζωές, αφαιρώντας τους την πρόσβαση σε ένα από τα πιο θεμελιώδη δημόσια δικαιώματα – αυτό της εργασίας. Και οδηγώντας στον κοινωνικό αποκλεισμό και το περιθώριο, με ό,τι καταστροφικές επιπτώσεις συνεπάγεται αυτό, χιλιάδες πολίτες.
Ανάμεσά τους οι γυναίκες, οι οποίες καλούνται να πληρώσουν ένα δυσανάλογο τίμημα, καθώς αυτό επιτείνεται από τις ήδη υφιστάμενες ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών σε πολλά επίπεδα. Πρώτον, ανισότητες σε ό,τι αφορά στις απολαβές: για ίδια προσόντα, με ίδια εμπειρία, οι γυναίκες αμείβονταν λιγότερο και σήμερα ακόμη λιγότερο… Δεύτερο, ανισότητες σε ό,τι αφορά ευρύτερα τα εργασιακά δικαιώματα σε συνδυασμό, π.χ., με τη μητρότητα. Με την ολοένα και μεγαλύτερη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων που επιβάλλει σε τη μορφή «προαπαιτούμενου» η Τρόικα, το οποίο εκπληρώνει συνειδητά η σαμαροβενιζελική κυβέρνηση, ο συνδυασμός της απασχόλησης με την επιλογή της μητρότητας, καθίσταται ανυπέρβλητη σπαζοκεφαλιά. Με την πλάστιγγα να κλίνει, αρκετές φορές, στην αναβολή της απόκτησης παιδιού, όχι για λόγους φεμινιστικής ιδεολογίας αλλά… επιβεβλημένης ανάγκης. Ωράρια που δοκιμάζουν όχι μόνο τις μητέρες αλλά όλους τους εργαζόμενους, τεράστιες ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, που βαφτίζονται «ευέλικτη εργασία», αποτρέπουν έτσι τις νέες γυναίκες από το να αποκτήσουν παιδί. Τρίτον, όλες οι προαναφερθείσες ανισότητες επιβαρύνουν ιδιαίτερα τις νέες γυναίκες, εκείνες που επιχειρούν να εισέλθουν στην αγορά εργασίας – μια απόπειρα που αποδεικνύεται τραυματική εμπειρία για τις περισσότερες από αυτές λόγω και των σεξιστικών διακρίσεων που ζουν και βασιλεύουν (και) στους εργασιακούς χώρους.
Το σύνολο αυτών των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην πρόσβασή τους στο δικαίωμα της απασχόληση έχει, τέλος, και ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες. Την επιστροφή δηλαδή σε απαρχαιωμένα κοινωνικά πρότυπα, που τα θεωρούσαμε ξεπερασμένα. Για παράδειγμα εκείνο που θέλει τη γυναίκα στο σπίτι, να ασχολείται με την ανατροφή των παιδιών και να μην αναζητά «περιπέτειες» εκτός της «οικιακής ασφάλειας». Ή εκείνο που θεωρεί ότι οι γυναίκες «κόβουν» θέσεις εργασίας από τους άνδρες…
Παρατηρούμε δηλαδή ότι οι μνημονιακές πολιτικές απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων συνδυάζονται άψογα με, αν δεν προϋποθέτουν κιόλας, την επιστροφή ενός κοινωνικού συντηρητισμού σε ό,τι αφορά στις σχέσεις των δύο φύλων, ο οποίος αναπαράγει πατριαρχικά πρότυπα άλλων εποχών.
Με λίγα λόγια: οι μνημονιακές πολιτικές, πέραν όλων των άλλων, ενισχύουν σεξιστικές συμπεριφορές, ανοίγουν το δρόμο στην επιστροφή πατριαρχικών πρακτικών, βλάπτοντας εντέλει σοβαρά τα θεμελιώδη δικαιώματα των γυναικών!