της Suzie
Δεν ξέρω πότε ακριβώς έγινα φεμινίστρια. Ή μάλλον ξέρω το πότε, το πώς ακριβώς δεν είναι πολύ ξεκάθαρο. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο φεμινισμός είναι κοινή λογική, ότι κατά βάση οι περισσότεροι άνθρωποι είναι φεμινιστές, απλώς η κουλτούρα μας φροντίζει να τους στρέφει αλλού την προσοχή. Κι εγώ θα μπορούσα να είμαι φεμινίστρια από πάντα, κι ας μην το είχα συνειδητοποιήσει. Έλα όμως που δεν ήμουν.
Μεγάλωσα σε καλή μεσοαστική οικογένεια, όπου δε γίνονταν ποτέ διακρίσεις ανάμεσα σε μένα και στον αδελφό μου. Εκτός από το μπαλέτο (γελάω που το γράφω) που πήγαινα εγώ και κάτι που σίγουρα πήγαινε ο αδελφός μου αλλά το έχω ξεχάσει, στα πάντα πηγαίναμε και οι δύο, κολύμβηση, ενόργανη, θεατρικό εργαστήρι, ξένες γλώσσες. Δεν υπήρχε «αυτά είναι για αγόρια, αυτά για κορίτσια», ούτε στα παιχνίδια, ούτε στο ντύσιμο, ούτε στη συμπεριφορά. Εδώ θέλω να πω ένα μεγάλο, τεράστιο μπράβο στη μαμά και στον μπαμπά που το έκαναν αυτό. Όχι από άποψη, από φεμινισμό, από συνειδητοποιημένη πολιτική τέλος πάντων, το έκαναν γιατί είναι κοινή λογική. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρή σκεφτόμουν το ότι η μητέρα μου (που ακούει για φεμινισμό και φρίττει) δεν άλλαξε όνομα με το γάμο και πώς θα ήταν να μου άλλαζαν εμένα το όνομα χωρίς να με ρωτήσουν. Καλά άμα το ήθελα, άμα δεν το ήθελα τι θα γινόταν; Και αλήθεια, γιατί οι γυναίκες δεν έχουν δικό τους όνομα αλλά το επίθετό τους σημαίνει ότι ανήκουν σε κάποιον; Ή στον πατέρα ή στον άντρα τους; Αυτό το γιατί με αγανακτούσε και, το χειρότερο απ’ όλα, δεν έβρισκα καμία εξήγηση, καμία απάντηση. Έτσι είναι, τι θες τώρα; Φεμινίστρια Τζούνιορ εν τη γενέσει; Ναι καλά.
Κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα 17-18 έκανα ωραίες παρέες, με ανθρώπους που σκέφτονταν, αμφισβητούσαν, συζητούσαν. Ήμασταν διατεθειμένοι να δούμε τι στραβό έχει η κοινωνία και να μιλάμε γι’ αυτό. Καταλαβαίναμε και μιλούσαμε για το ρατσισμό, για τις κοινωνικές αδικίες, για την ομοφοβία, για το «σύστημα», με λίγη αφέλεια μεν αλλά ε, ήμασταν και μικρά. Για το φεμινισμό βέβαια ούτε λόγος. Είχαμε ισότητα πλέον, τι θα κάνετε, υστερίες σαν αυτές που έκαιγαν τα σουτιέν τους παλιά (χα); Τι μου λες τώρα, εδώ οι γυναίκες δεν πάνε στρατό. Μου το είχαν πει αυτό και φυσικά το δέχτηκα, γιατί δεν είχα ακούσει τίποτα άλλο. Δεν είχα διανοηθεί καν ότι μπορεί να οφείλεται κι αυτό στους πατριαρχικούς ρόλους για τη γυναίκα και τον άντρα. Άλλωστε δεν είχα και εικόνα στρατιωτίνας, γυναίκας που να θέλει να είναι στο στρατό. Δηλαδή φανταζόμουν ότι υπάρχουν, αλλά η γυναίκα στο στρατό δεν προβάλλεται ούτε σαν εικόνα, ούτε σαν ύπαρξη, ούτε σαν μειονότητα τέλος πάντων. Η γυναικεία άποψη αγνοείται σε κοινωνικό επίπεδο, όπως στους περισσότερους τομείς. Όχι ότι η δική μου άγνοια είναι απαραίτητα χαρακτηριστική της μέσης Ελληνίδας, αλλά αν μη τι άλλο δείχνει πόσο επικίνδυνη είναι η παράλειψη της εμπειρίας των μειονοτήτων στη διαμόρφωση του «μέσου», του «φυσιολογικού».
Κάπου εκεί βούτηξα στο ίντερνετ. Θα ήθελα να κατηγορήσω αποκλειστικά αυτό για ό,τι έγινα πιο μετά, αλλά η αλήθεια είναι ότι το κακό είχε γίνει από πολύ πιο πριν. Είχε γίνει από τότε που έμαθα ότι πρέπει να είμαι έτσι κι έτσι κι έτσι για να αρέσω στους άντρες. Ή ότι όχι, στους *δικούς μου* κύκλους οι άντρες τις γυναίκες τις θέλουν έτσι κι έτσι κι έτσι (μαχητικές, δυνατές, να πετάνε πέτρες, να φωνάζουν). Είτε έτσι είτε αλλιώς, έπρεπε να είμαι κάπως για να αρέσω στους άντρες. Και κυρίως, έπρεπε να αρέσω στους άντρες. Το κακό έγινε από τότε που άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «πουτανάκι» να λέγεται με απέχθεια. Και όταν τη χρησιμοποίησαν για να μειώσουν εμένα. Από τότε που έμαθα τη δύναμη της λέξης «πουτάνα», ότι αφού τη λένε με τόση αηδία, είναι κάτι πολύ κακό, άρα τώρα όταν θέλω να βρίσω μια γυναίκα, ακόμα και για κάτι άσχετο με την ερωτική της ζωή, ξέρω πώς να το κάνω. Ξέρω πώς να την πονέσω. Το κακό έγινε από τότε που άρχισα να ακούω ότι οι γυναίκες δεν ξέρουν να οδηγούν, δεν ξέρουν από μαθηματικά, δεν ξέρουν να συζητάνε για κάτι πέρα από το μακιγιάζ και τα σίριαλ, δε δίνουν προσοχή στα βασικά πράγματα, δεν έχουν «καλά» ενδιαφέροντα, δεν είναι δυνατές, δεν είναι αξιόπιστες, όλα τα στερεότυπα που ακούμε όλοι. Το αποτέλεσμα ήταν να με εξοργίζει η φράση «κλασική γυναίκα, κάνει ____» και να βάλω στόχο να αποδείξω στον κόσμο ότι ΕΓΩ δεν είμαι σαν τις άλλες. Εγώ ήμουν διαφορετική, γιατί αυτά τα στερεότυπα δεν ίσχυαν για μένα, και ακόμα κι αν ίσχυε ένα, δε σημαίνει ότι είμαι ίδια με όλες τις γυναίκες. Αντί να πάω ένα βήμα παραπέρα, να καταλάβω ότι αυτό ισχύει για κάθε μία γυναίκα, κατάπια αμάσητα τα στερεότυπα από δεξιά κι αριστερά και νόμιζα ότι ήταν στο χέρι μου να αποδείξω ότι εγώ δεν είμαι το στερεότυπο.
Κάπως έτσι άρχισα να εσωτερικεύω το μισογυνισμό, να τον αφήνω να ριζώσει βαθιά και να τον στρέφω κατά του εαυτού μου και όλων των γυναικών. Το ίντερνετ ήρθε και τον θέριεψε μέσα μου. Ο μισογυνισμός στο ίντερνετ τη δεκαετία του ’00, όπως και ο ρατσισμός και η ομοφοβία, ήταν τρομακτικός. Ακόμα είναι, απλώς τώρα υπάρχει περιθώριο για άλλες απόψεις και συζητήσεις, κάτι που όσο πιο παλιά πάμε τόσο μικρότερο ήταν. Πολύ περιληπτικά, στην κουλτούρα του αγγλόφωνου ίντερνετ οι γυναίκες δεν είχαν φωνή (Δεν Υπάρχουν Γυναίκες στο Ίντερνετ) και δεν είχαν αξία παρά μόνο ως αντικείμενα κοροϊδίας ή ως βυζιά. Όταν για χρόνια ζεις σ’ αυτή την κουλτούρα, δεν αργείς πολύ να αρχίσεις να βλέπεις τον εαυτό σου έτσι, ή τουλάχιστον αυτό έκανα εγώ. Η αξία μου, η αξία όσων είχα να πω, η εικόνα μου, ορίζονταν από άλλους, που δε με ήξεραν καν, που μπορεί να μη μιλούσαν καν για μένα. Αλλά μιλούσαν για Όλες τις Γυναίκες.
Όσο μεγάλωνα όμως άρχισε να αλλάζει και το ίντερνετ, ή τουλάχιστον οι χώροι όπου κυκλοφορούσα εγώ. Οι γυναίκες άρχισαν όχι μόνο να μιλάνε αλλά να φωνάζουν ότι είναι εδώ. Άρχισαν να συζητιούνται τα προβλήματα με το ρατσισμό πρώτα, μετά με την ομοφοβία, πρόσφατα με το μισογυνισμό, τώρα με την τρανσφοβία κτλ. Άρχισα να διαβάζω γυναίκες, άρθρα από γυναίκες, θρεντ με γυναίκες. Είδα ότι οι γυναίκες έχουν πράγματα να πουν, έχουν διαφωνίες, έχουν απόψεις, έχουν χιούμορ (τόσο βουτηγμένη στο μισογυνισμό ήμουν). Δε χρειαζόταν να προσπαθώ να είμαι τόσο διαφορετική από όλες πια, δεν ήταν όλες το χάλι που περιγράφουν τα στερεότυπα. Μετά άρχισα να διαβάζω και φεμινιστικές απόψεις σε συζητήσεις, χωρίς να το επιδιώκω. Στην αρχή και για πολύ καιρό η αντίστασή μου ήταν τεράστια. Αμάν πια πώς κάνουν έτσι, Ένα Αστείο Ήταν (all time classic). Εδώ με βοήθησε πολύ ότι γνωρίζω καταπληκτικούς ανθρώπους με τους οποίους μπορούσα να τα συζητάω αυτά, φίλες (καλά, μία πιο συγκεκριμένα) που είχαν αντίστοιχες εμπειρίες με μένα και που ανακαλύπταμε σχεδόν παράλληλα το φεμινισμό. Αυτές οι συζητήσεις που γίνονταν πρόσωπο με πρόσωπο ήταν πολύτιμες για μένα. Επίσης στο να μαλακώσουν οι αντιστάσεις μου βοήθησαν οι συζητήσεις για το ρατσισμό, για το συστημικό ρατσισμό, για τις καλές προθέσεις που έχουν ρίζες στο ρατσισμό, και κυρίως για το προνόμιο. Δεν είναι τυχαίο ότι πρώτα γνώρισα το womanism, το κίνημα από κυρίως Αφρο-Aμερικανές, γενικά σκουρόχρωμες γυναίκες που απορρίπτουν το δυτικό φεμινισμό, που δεν παραδέχεται ότι τα προβλήματα των μαύρων γυναικών είναι προβλήματα όλων των γυναικών, και τις αγνοεί εντελώς κατά τραγική ειρωνεία. Εκεί η σημασία του προνομίου με χτύπησε σαν χαστούκι.
Από τότε ήταν λες και τραβήχτηκε μια κουρτίνα στο μυαλό μου. Είδα με νέο μάτι την καταπίεση, την κοινωνική πίεση, το συστημικό πλαίσιο που ορίζει τους ρόλους. Ξαφνικά αυτές οι φεμινίστριες που μου φαίνονταν υπερβολικές έλεγαν τώρα κάτι κατανοητό. Κάτι λογικό. Τώρα πια δεν ήταν τόσο ενοχλητικές. Σιγά σιγά άρχισα να αναγνωρίζω ότι μιλούσαν και για μένα. Αυτό που κατηγορούσαν μου ήταν οικείο, όχι πλέον ως ο δικός μου τρόπος ζωής αλλά ως αυτό που με έπνιγε. Πρώτα διάβαζα άρθρα για τον τεράστιο μισογυνισμό στην κουλτούρα του ίντερνετ. Σιγά σιγά, πολύ σιγά, άρχισα να βλέπω ότι το ίντερνετ δεν απέχει πολύ από την κοινωνία. Άλλωστε στο ίντερνετ γράφουν άνθρωποι, και μάλιστα πλέον άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης, κατάρτισης, υπόβαθρου και εμπειρίας, όχι εξωγήινοι.
Κάπως έτσι άρχισα να διαμορφώνω μια ιδέα για το φεμινισμό. Όσο περισσότερο διάβαζα, τόσο πιο ξεκάθαρα έβλεπα τα πάντα. Στο φεμινισμό βρήκα απαντήσεις. Μέσα από το φεμινισμό κατάλαβα και γιατί το όνομά μου σημαίνει ότι ανήκω στον πατέρα μου. Είδα το κοινωνικό πλαίσιο που δίνει αξία μόνο στην εμπειρία, στην άποψη και στο κύρος μόνο ενός συγκεκριμένου προτύπου άντρα. Είδα πώς σε αυτό το πλαίσιο η γυναίκα εγκλωβίζεται. Πώς τα πρότυπα που επιβάλλονται είναι τόσο στενά και περιορισμένα που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο έκφρασης του διαφορετικού. Είδα ότι η κάθε μορφή καταπίεσης στην κοινωνία έχει τον ίδιο τρόπο λειτουργίας. Κατάλαβα ότι δεν είμαι μόνη μου αλλά ότι την εμπειρία μου την έχουν ζήσει χιλιάδες άλλες γυναίκες. Γι’ αυτό είδα τη δύναμη της συζήτησης. Είδα ότι πρέπει να φωνάζουμε, πρέπει να λέμε την εμπειρία μας, πρέπει να μιλάμε, να συζητάμε, να διαφωνούμε, γιατί ακουγόμαστε, τώρα σε πιο πολύ κόσμο από ποτέ. Δεν ξέρω τι ακριβώς σκέφτηκα και έγινα φεμινίστρια, ξέρω όμως ότι ίσως το πιο σημαντικό πράγμα για μένα ήταν οι φωνές των γυναικών.
Πηγή: καμένα σουτιέν