της Μαρίας Λούκα
Σήμερα είναι Κυριακή, ταυτισμένη παραδοσιακά στην εθιμική κοινωνική κουλτούρα με τη χαλάρωση και την ξεγνοιασιά – όσο κι αυτές οι έννοιες έγιναν πολύ στενές τα τελευταία χρόνια – κι ήρθε μια είδηση να ραγίσει την κανονικότητα και να μας κάνει να αναμετρηθούμε ξανά με την διαρκώς παρούσα «Κόλαση» του Σαρτρ.
Ο τίτλος «τραγικός επίλογος» πάνω από μια φωτογραφία ενός αγέλαστου νεαρού φιγουράρει ως πρώτη είδηση σε όλα τα ειδησεογραφικά δίκτυα, αφού ο ανομολόγητος φόβος επιβεβαιώθηκε όταν η Αστυνομία εντόπισε το πτώμα του Βαγγέλη Γιακουμάκη 800 μέτρα μακριά από τη Γαλακτοκομική Σχολή Ιωαννίνων που έμελλε να αποβάλλει κάθε παιδαγωγικό σκοπό και να μετατραπεί σε τόπο μαρτυρίου για τον 20χρονο φοιτητή, ως μικροσκοπικό καθρέφτισμα ότι πιο σάπιου γέννησε η ελληνική κοινωνία.
Βλέπεις ο «τραγικός επίλογος» για το Βαγγέλη Γιακουμάκη είχε γραφτεί πολύ νωρίτερα, εμείς απλά τον διαβάζουμε τώρα. Γράφτηκε στα χρόνια της φοιτητικής του ζωής, όταν το σώμα του μετατράπηκε σε πεδίο βασανιστικής δοκιμής της «αρρενωπότητας» κάποιων συμφοιτητών του και σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από το τραύμα μιας ετερότητας που δεν έγινε ανεκτή. Ένα σώμα που δε μέτρησε στο χρηματιστήριο των κοινωνικών αξιών και δε λογίστηκε ως άξιο σεβασμού, ταξινομήθηκε ως «διαφορετικό» και «κατώτερο» και τελικά μετρήθηκε άψυχο στα δελτία αστυνομικών συμβάντων.
«Bulling» το λένε στη σύγχρονη κοινωνιολογική έρευνα αλλά νομίζω ότι είναι αρκετά επιεικής ο όρος. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια διαδικασία εκφασισμού του κοινωνικού σώματος, όπου τα εγκατεστημένα κοινωνικά στερεότυπα για το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την εθνικότητα, το χρώμα ή την ομορφιά δηλητηριάζουν τον ανθρώπινο ψυχισμό και εκτρέπουν την καθημερινότητα σε μια συνθήκη που προσομοιάζει σε ζούγκλα, όπου ο διαφορετικός ή ο αδύναμος αποανθρωποιούνται, παύουν να είναι υποκείμενα δικαιωμάτων και γίνονται αντικείμενα τιμωρίας.
Είναι φασισμός της καθημερινότητας, τόσο βαθιά ριζωμένος που γίνεται αδιόρατος, με την εκμετάλλευση του μετανάστη που είναι οκ για να μαζεύει τις ελιές και να προσέχει τη γιαγιά αλλά τρώει (το λιγότερο) μια κλωτσιά όταν διεκδικεί λεφτά ή χαρτιά, η απαξίωση του τοξικοεξαρτημένου στην Τοσίτσα που πρέπει διαρκώς να εκδιώχνεται γιατί χαλάει την εικόνα της πόλης, το χυδαίο πείραγμα από το αμάξι στην ανήλική αφρικανή – θύμα του trafficking λίγο πριν ο καθαγιασμένος «νυκοκυραίος» πάρει έναν ακόμα όρκο τιμής στην οικογένεια και τη θρησκεία, το «στ΄αρχίδια» μου παρκάρισμα στη ράμπα του ανάπηρου και όλες αυτές οι συμπεριφορές που είναι τόσο συχνές και αυτοματοποιημένες, ώστε να γίνονται απενεχοποιημένες.
Και σ’ αυτή τη συνομοταξία το φύλο ίσως είναι η πιο σκληρή κατηγορία νοήματος , γιατί σε εγκαλεί από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης σου σ’ ένα αυστηρά διχοτομικό πλαίσιο είτε να είσαι «γυναίκα» δηλαδή χαριτωμένη, γλυκιά και σέξυ, είτε να είσαι «άνδρας» δηλαδή μάτσο, σκληρός, αρρενωπός και επιβλητικός. Κι αν δε χωράς σ’ αυτή τη νόρμα ολόκληρο το πλέγμα των μηχανισμών εξουσίας και των κοινωνικών σχέσεων αναλαμβάνει την πειθαρχική «συμμόρφωση» σου , από το ήπιο κοροϊδευτικό γελάκι , τη νουθεσία να «γίνεις άνδρας» μέχρι την πρωτόγνωρη βαρβαρότητα μιας παρέας Κρητικών που θα δε δέσει σε μια καρέκλα, θα σου περάσει έναν ιμάντα στο λαιμό, θα σε κλειδώσει σε μια ντουλάπα κλπ κλπ.
Το χειρότερο στην περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη ήταν ότι έπρεπε να συμβιώσει μ’ αυτή τη μαρτυρική διαδικασία απελπιστικά μόνος, απογυμνωμένος από οποιαδήποτε προστατευτική ασπίδα θα μπορούσε να δώσει ένα πλαίσιο υποστήριξης ή μια δομή συντροφικότητας και κατανόησης.
Μια ολόκληρη Σχολή και μια ολόκληρη κοινωνία στη χειρότερη περίπτωση συγκάλυπτε, στην καλύτερη παρακολουθούσε αδιάφορα αυτή τη διαρκή διαπόμπευση και τον εκμηδενισμό της προσωπικότητας του – πολύ υποκριτικά σήμερα- προσφωνηθέντος «άτυχου» νεαρού. Κι ίσως ένας εξίσου «μάγκας» βουλευτής από την Κρήτη – όπως λέγεται – να παρείχε την απαραίτητη πολιτική κάλυψη σ’ αυτά τα πρωτοπαλίκαρα της ντροπής και να εκφράσει σήμερα με τη σειρά του τον «αποτροπιασμό» για το έγκλημα. Και να μη γελιόμαστε ότι κι αν δείξει η ιατροδικαστική έρευνα – γιατί πολλοί προσβλέπουν στη βολική εκδοχή της αυτοκτονίας – πρόκειται ξεκάθαρα για ένα έγκλημα με πολλούς αυτουργούς.
Και κάπου εδώ είναι που η ανάλυση όλης της κοινωνικής παθογένειας καταλήγει στην οικονομική κρίση, σαν ένα σφουγγάρι που σβήνει όλες τις προηγούμενες αμαρτίες και μπορεί να παρέχει νομιμοποιητικά επιχειρήματα υπεκφυγής της αλήθειας. Η ελληνική κοινωνία, όπως και οι περισσότερες κοινωνίες, κουβαλούσε αρκετή σκατοψυχιά και πριν την οικονομική κρίση.
Αυτό που συντελέστηκε με την τομή της κρίσης και κυρίως της λιτότητας που επιλέχθηκε ως στρατηγική επίλυσης ήταν να καταστήσει το φασισμό ορατή πολιτική δύναμη , όχι μόνο στην αυτούσια περίπτωση της Χρυσής Αυγής αλλά στη γενικότερη τακτική ποινικοποίησης του αδύνατου που εκπορεύτηκε από το σύστημα εξουσίας αυτή την πενταετία.
Μ’ αυτό τον τρόπο έστειλε ένα σινιάλο απενεχοποίησης της φασίζουσας συμπεριφοράς κι έστρωσε το δρόμο για να ξεδιπλωθεί το σκοτάδι στην καθημερινή πρακτική. Γι’ αυτό και σήμερα η επανακατοχύρωση και η υπεράσπιση της δημοκρατίας – όσο μεγάλο κόπο κι αν απαιτεί – έχει κυρίαρχη σημασία και πρέπει να διαπεράσει όλες τις βαθμίδες της πυραμίδας.
Η αποφώνηση αναγκαστικά στο Μάνο Χατζιδάκι:
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δε συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση – εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξη του , όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του… Και το κακό ελλοχεύει , χωρίς προφύλαξη, χωρίς ντροπή. Ο νεοναζισμός δεν είναι θεωρία, σκέψη και αναρχία . Είναι μια παράσταση. Εσείς κι εμείς. Και πρωταγωνιστεί ο θάνατος»
Πηγή: στο Κόκκινο