της Δήμητρας Σπανού
Διαβάζοντας τα δημοσιεύματα της τελευταίας εβδομάδας για το βιασμό στη Δάφνη, θα πρέπει να νιώσουμε ανακούφιση γιατί επιτέλους καταφέραμε να διώξουμε το κακό από πάνω μας. Ή μήπως όχι;
Αν υπάρχει κάτι που οι φεμινίστριες τονίζουμε σε κάθε βιασμό, είναι πως διαπράττεται από καθημερινούς άντρες, πολύ συχνά πίσω από τις κλειστές πόρτες των διπλανών διαμερισμάτων, από πρόσωπα οικεία, σε ραντεβού με αγαπητικούς, ενίοτε σε συζυγικές κλίνες, ακόμα και παιδικά δωμάτια. Επιμένουμε πως σαν κοινωνία θα πρέπει να αναζητήσουμε το κακό στους κόλπους μας και στις βαθιές δομές που διαπερνούν τις κοινωνικές σχέσεις. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός που η βεντάλια αυτών των ζητημάτων άνοιξε με αφορμή ένα δικαστήριο στην Ξάνθη. Τότε, οι δύο κατηγορούμενοι για βιασμό αθωώθηκαν ενώ η γυναίκα αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μεγάλη αμφισβήτηση και απαξίωση, στο δικαστήριο, σε μέσα ενημέρωσης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί, με πολύ μεγάλη ευκολία αναδείχτηκε κάποια «γκρίζα ζώνη», εντός της οποίας ήταν και δεν ήταν σεξουαλική επίθεση, η γυναίκα «ήθελε αλλά δεν ήθελε» και άλλα τέτοια όμορφα. Ο φεμινιστικός λόγος που αναπτύχθηκε με αφορμή το συγκεκριμένο δικαστήριο, επιχείρησε να αποδομήσει αυτά τα επιχειρήματα. Κατά αυτό τον τρόπο όμως έθεσε σε αμφισβήτηση κάποιες σημαντικές βεβαιότητες, όπως το τι σημαίνει οικειότητα και τι περιλαμβάνει ή αποκλείει, πότε και με ποιο τρόπο. Με σκοπό να αναδείξει το πρόβλημα, επιχείρησε να στρέψει έναν καθρέφτη στην κοινωνία, όμως εκείνη αρνήθηκε πεισματικά να αντικρίσει το είδωλο.
Μόλις ένα μήνα μετά, στην περίπτωση της Δάφνης έχουμε αντίθετα την ολόψυχη υποστήριξη στο θύμα και την κραυγαλέα κοινωνική καταδίκη του θύτη. Να ξεκαθαρίσουμε εδώ ότι δεν θα συγκρίνουμε τα περιστατικά ως τέτοια, αφού για εμάς κάθε καταγγελία για βιασμό είναι εξίσου σημαντική και κάθε περιστατικό είναι καταδικαστέο. Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η διαφορετική αντιμετώπιση από τα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία και θέλουμε να καταλάβουμε τους λόγους. Μετά την αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου στην Ξάνθη κυκλοφόρησε ένα ιδιαίτερα δυνατό κείμενο, που υπό τον τίτλο «Τι μου έμαθε η δίκη του βιασμού μου», αναφέρει μια λίστα από σημεία που χρειάζονται ώστε η ελληνική κοινωνία να αναγνωρίσει ένα βιασμό ως τέτοιο. Η περίπτωση της Δάφνης είναι αλήθεια πως περιλαμβάνει πολλές από αυτές τις κοινωνικές βεβαιότητες. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Διαβάζοντας τα δημοσιεύματα της τελευταίας εβδομάδας, η περίπτωση της Δάφνης μοιάζει βγαλμένη από χολιγουντιανή ταινία θρίλερ δεύτερης διαλογής. Σύμφωνα με το σενάριο, ένας βαθιά προβληματικός τύπος απαγάγει και βασανίζει μια νεαρή φοιτήτρια. Το περιστατικό περιγράφεται με όσες περισσότερες λεπτομέρειες γίνεται, πώς τη γνώρισε, πώς την αναισθητοποίησε, τι σόι βασανιστήρια της έκανε, ενώ οι άφθονοι χαρακτηρισμοί είναι προσεκτικά επιλεγμένοι ώστε να επιτείνουν την κοινωνική οργή που ούτως ή άλλως το επαχθές έγκλημα γεννά: «τυφλός, υπέρβαρος σάτυρος», «διεστραμμένος τυφλός», «υπόγειο κολαστήριο», «ανώμαλος», η κοπέλα που έπεσε στα «νύχια» του και έζησε τον «απόλυτο τρόμο στα χέρια του», η κοπέλα που είναι σε «σοκ» και χρειάζεται «ψυχολογική υποστήριξη», όπως και οι γονείς της κ.ο.κ.. Μα ποιος άνθρωπος μπορεί να ταυτιστεί ή έστω να νιώσει κάποια ενσυναίσθηση για έναν τέτοιο δράστη;
Φυσικά κανένας. Αυτό για το οποίο επιχειρούν να μας πείσουν τέτοιου είδους τρομολάγνα δημοσιεύματα είναι πως η κοινωνία κοίταξε στον καθρέφτη και είδε το πρόσωπο μιας αγνής κοπέλας. Σίγουρα το ότι η κοινωνία πλέον δείχνει μηδενική ανοχή σε ένα τόσο ειδεχθές περιστατικό είναι ένα θετικό βήμα προόδου που αντανακλά σταδιακές κατακτήσεις σε βάθος χρόνου σε κοινωνικό, ηθικό και νομικό επίπεδο. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί να μην μας προβληματίζει η ευκολία με τον οποία το έγκλημα του βιασμού (ή έστω κατηγορία) άλλες φορές σχετικοποιείται και ποια είναι τα αποτελέσματα αυτής της πράξης στα θύματα, στα πιθανά θύματα και στο κοινωνικό σύνολο. Να το πούμε και αλλιώς, γνωρίζοντας ως κοινωνία πως βιασμοί συμβαίνουν, χρειάζεται ένα πρότυπο με βάση το οποίο θα αναγνωρίζονται. Η περίπτωση της Δάφνης λοιπόν λειτουργεί μέσα στον πατριαρχικό λόγο κανονιστικά ως προς το τι συνιστά βιασμό, πότε και με ποια χαρακτηριστικά. Επιπλέον, στην περίπτωση της Δάφνης ο βιαστής, που εκτός από «διεστραμμένος» και «ανώμαλος» είναι και «τυφλός» και «υπέρβαρος», άρα δεν πληροί καν τυπικά χαρακτηριστικά αρρενωπότητας, δεν μπορεί παρά να είναι ένα τέρας που πρέπει να αποβληθεί. Η υπόδειξη του ενόχου υπερθεματίζοντας τα ιδιαίτερα και διακριτά χαρακτηριστικά του, όχι μόνο σώζει την πατριαρχία, αλλά επιβεβαιώνει ποιά πρότυπα αρρενωπότητας είναι ανεκτά και πού βρίσκεται το όριό τους. Κι εκεί οι φεμινίστριες διαπιστώνουμε με θλίψη ότι ο πήχης βρίσκεται ακόμα αρκετά χαμηλά.
Υπάρχει όμως και άλλο ένα πράγμα που μάθαμε, εξίσου προβληματικό. Για τους λόγους που περιγράψαμε, όλος ο θυμός και η οργή εξαντλήθηκαν στην καταδίκη του δράστη και στη γρήγορη και οριστική αποπομπή του. Έτσι, ενώ στα περισσότερα δημοσιεύματα περίσσευαν οι τρομολαγνικές περιγραφές του εγκλήματος που θεαματικοποιούν το βιασμό, απουσίαζε η οποιαδήποτε σκέψη ή προβληματισμός για τη συνέχεια. Το ζήτημα φάνηκε πως είναι να κλείσει αυτή η υπόθεση γρήγορα και οριστικά και να αποκατασταθεί η τάξη. Όμως αυτό δεν αποτελεί απάντηση. Πρέπει ο δικαιολογημένος θυμός για το έγκλημα και η συμπάθεια που νιώθουμε ως κοινωνία για το θύμα, αντί να κλείσει το ζήτημα, να μας φέρει ενώπιον των ευθυνών μας. Η επιθυμία εκδίκησης που γεννάται για το θύτη ώστε να καθησυχαστούμε, ο οποίος ευχόμαστε ολόψυχα να λάβει την ποινή που του αξίζει, στενεύει πολύ τα περιθώρια για συνολική κοινωνική αλλαγή. Αντίθετα, θα πρέπει να ανοίξουμε τα αφτιά και τα μάτια μας στις εμπειρίες τόσων γυναικών που βιώνουν σεξουαλικές παρενοχλήσεις, επιθέσεις και βιασμούς και επιτέλους να τους δώσουμε αξία και χώρο. Να μετατρέψουμε το θυμό μας σε δημιουργική δύναμη ικανή όχι μόνο να φανταστεί αλλά και να υλοποιήσει μια καλύτερη κοινωνία, όπου οι γυναίκες θα είναι πραγματικά ασφαλείς. Αλλιώς μιλάμε πια για υποκρισία.
Διαβάστε ακόμα:
οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική είναι άντρες καθημερινοί
Τι μου έμαθε η δίκη του βιασμού μου.