της Δήμητρας Σπανού
Πρόσφατα διαβάσαμε στις εφημερίδες για την υπόθεση της γυναικοκτονίας στο Βελβεντό. Ένας άντρας σκότωσε τη γυναίκα του επειδή θα τον άφηνε και την έθαψε στο χωράφι ώστε να μην βρεθεί. Τελικά η αστυνομία ανακάλυψε τη σωρό και ο άντρας παραδέχτηκε το έγκλημα. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, ως ελαφρυντικά αναφέρει την ψυχολογική κατάσταση του θύματος και την υποψία του ότι έχει σχέσεις με κάποιον πρώην της.
Στο μεταξύ, το συμβάν καλύφθηκε από τα μέσα ενημέρωσης όπως πάντα, ως «οικογενειακή τραγωδία», με «δικαιολογίες του δράστη που σοκάρουν» το «συγκλονισμένο Βελβεντό Κοζάνης» από το «αποτρόπαιο έγκλημα», τη «στυγερή δολοφονία» της «άτυχης» γυναίκας. Βέβαια, στο τέλος συνήθως αναφέρονται οι «συχνοί καυγάδες» και οι «φωνές» του θύματος ως μηνύματα ότι «κάτι δεν πάει καλά» στο ζευγάρι.
Το γεγονός είναι πράγματι συγκλονιστικό. Το να δολοφονείται ένας άνθρωπος από ένα τόσο κοντινό του πρόσωπο, έναν άνθρωπο με τον οποίο έχει μοιραστεί τις πλέον προσωπικές στιγμές στη ζωή, δεν είναι κάτι που πρέπει να το προσπερνάμε εύκολα. Και είναι ανατριχιαστικό το πόσο συχνά συμβαίνει, με παρόμοιο τρόπο και χαρακτηριστικά. Δηλαδή, με κάποιον άντρα που σκοτώνει τη γυναίκα γιατί εκείνη προχωράει σε κάποιες επιλογές στη ζωή της με τις οποίες αυτός διαφωνεί ή οι οποίες δεν τον περιλαμβάνουν.
Αυτό που προκαλεί ειλικρινή απορία είναι το πόσο έχει καθυστερήσει η έμφυλη βία να γίνει μέρος της δημόσιας συζήτησης. Ενώ διαβάζουμε πλέον συχνότερα σχετικές στατιστικές και ακούμε για την ανησυχητική αύξηση των κρουσμάτων, όταν συμβαίνουν τέτοια περιστατικά τα μέσα ενημέρωσης κατά πλειοψηφία σφυρίζουν αδιάφορα. Έτσι, αντί να συνδέονται οι αιτίες με τα αποτελέσματα, δηλαδή οι κοινωνικά καλλιεργημένες έμφυλες συμπεριφορές, τα στερεότυπα για τους ρόλους των φύλων και η έμφυλη ισότητα σε διάφορους τομείς της καθημερινής ζωής με τη βία που ασκείται προς τις γυναίκες, κυριαρχούν οι άρλεκιν αφηγήσεις για εγκλήματα «πάθους». Ενώ είναι γνωστό πια ότι η γυναικοκτονία είναι συνήθως το τελευταίο σκαλοπάτι σε μια βίαιη σχέση, αντί η ύπαρξη «σημαδιών» να διατυπώνεται ως καταγγελία για την ανικανότητα πρόληψης του εγκλήματος, αναφέρεται ως εξήγηση. Αντί να υπάρξει δημόσιος προβληματισμός για την πρότερη βία, αυτή λειτουργεί απλώς ως μια καθησυχαστική δικαιολογία. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι εξωφρενικές δικαιολογίες του θύτη, που βασίζονται στο στιγματισμό του θύματος, μπορούν να εμφανίζονται ως ελαφρυντικά και να παρουσιάζονται ως τέτοια άκριτα. Χωρίς κανένας να βροντοφωνάζει δημόσια το ότι η όποια συμπεριφορά μιας γυναίκας, όπως και το ντύσιμο ή οι επιθυμίες της σε άλλες αφηγήσεις, σε καμία περίπτωση δεν αξίζει ούτε το θάνατο ούτε και τη βία που προηγήθηκε.
Τα αποτελέσματα της σιωπής για τις αιτίες που περιβάλλει αυτά τα εγκλήματα και η διαστρέβλωση της πραγματικότητας είναι πραγματικά «συγκλονιστική» και «σοκαριστική» γιατί κοστίζει ζωές. Η «τραγωδία» είναι ότι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί, αν ως κοινωνία αναλαμβάναμε τις ευθύνες μας, μέσα από τη συνειδητή προσπάθεια καταπολέμησης της έμφυλης βίας και την προώθηση της έμφυλης ισότητας.